Το στοιχείο της “έκθεσης” στην αφήγηση παραμυθιών (και όχι μόνο)

On dit souvent que l’observation modifie la réalité observée. Elle modifie aussi celui qui observe. L’ethnologue l’apprend au prix de son confort physique sans doute, de son confort moral aussi.

Claude Lévi-Strauss

Το πρόβλημα της έκθεσης στα μάτια των άλλων (στο πλαίσιο της αφήγησης παραμυθιών) δεν είναι πάντα απλό. Ισχύει ότι (τουλάχιστον στα πρώτα μας βήματα) χρειάζεται κουράγιο για να μη μας αποσταθεροποιήσει η έκθεση σε μάτια και αφτιά αγνώστων τη στιγμή της αφήγησης. Όμως, αν θυμηθούμε τη θεωρία ότι η παρατήρηση αλλάζει και τον παρατηρούμενο και τον παρατηρητή, πώς μπορούμε να εξασφαλίσουμε ότι η παρουσία μας (μέσα από το παραμύθι που θα πούμε, αν το το υπηρετήσουμε σωστά) θα αλλάξει προς το καλύτερο τον παρατηρητή (ακροατή μας), αλλά εμείς δεν θα επηρεαστούμε από την παρατήρηση του ακροατή ή αν επηρεαστούμε θα είναι προς το καλύτερο;

Η αλήθεια είναι ότι σε μια επιστημονική παρατήρηση ή ακόμα και σε μια καθημερινή παρατήρηση ΔΕΝ μπορούμε να εξασφαλίσουμε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Το πώς εισπράττουμε (παρατηρώντας τον) την παρατήρηση του άλλου (σαν συναίνεση του άλλου, ευχαρίστηση του άλλου, επιφύλαξη του άλλου, δυσφορία του άλλου…) μάς αλλάζει είτε το θέλουμε είτε όχι. Μπορούμε να γίνουμε πιο ανασφαλείς, πιο ασφαλείς, πιο φιλάρεσκοι, πιο εγωιστές, λιγότερο εγωιστές, ανάλογα με το τι ήμασταν πριν εκτεθούμε σε παρατήρηση και ποιος είναι ο παρατηρητής.

 

Όμως, τι γίνεται ανάμεσα στον παρατηρητή και τον παρατηρούμενο σε μια σχέση σε πλαίσιο αφήγησης; Μπορεί να μας παρηγορήσει ότι σε μια ιδανική αφήγηση δεν παρατηρούμε και δεν μας παρατηρούν, γιατί αυτό που γίνεται δεν έχει χώρο για παρατήρηση. Αυτό που γίνεται είναι ότι παίζουμε κορώνα-γράμματα την ψυχή μας στην άμεση σχέση με τον παρατηρητή-ακροατή, για τον λόγο ότι είμαστε -μονάχα εμείς- εντελώς γυμνοί και άοπλοι. ΔΕΝ “παρατηρούμε” τον ακροατή, αλλά του δίνουμε το χέρι. Ο ακροατής που θέλει μ’ ανοιχτή καρδιά ν’ ακούσει το παραμύθι και όχι να κρίνει εμάς που το λέμε, επίσης ΔΕΝ μας παρατηρεί. Απλά, παίρνει το χέρι μας κι όταν το αφήσει (στο τέλος της αφήγησης) έχει μέσα στη χούφτα του το παραμύθι. Το πρόβλημα τίθεται στις κακές αφηγήσεις, όταν ΔΕΝ δίνουμε το χέρι ή όταν ο παρατηρητής ΔΕΝ παίρνει το χέρι μας (γιατί εμείς δεν καταφέραμε να του εμπνεύσουμε εμπιστοσύνη), αλλά από απόσταση, κρίνει την επίδοσή μας -μας παρατηρεί.

 

Καταλήγω πως από την εμπειρία μου, μόνον οι κακές μας αφηγήσεις, (με την έννοια της μη ψυχικής εμπλοκής μας στην υπηρεσία του παραμυθιού, αλλά της εμπλοκής μας στην υπηρεσία άλλων πραγμάτων) μπορούν να μας αλλάξουν. Οι αληθινές αφηγήσεις, όχι. Αντίθετα -και ευτυχώς- τα παραμύθια έχουν τη δύναμη να μας αλλάξουν, αλλά πάντα προς μεγαλύτερη διαύγεια, προς τη μεριά του φωτός. Π ά ν τ α;… Πριν από λίγες μέρες ανακάλυψα -μέσα από την ξεχωριστή (δίκαια βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών) συλλογή ποιημάτων του Γιάννη Δούκα “Το σύνδρομο Σταντάλ”-*, το σύνδρομο Σταντάλ και αυτό το αυτονόητο (για μένα) “πάντα”, κλονίστηκε.

 

Σκέφτηκα την “ιδιαιτερότητα” που έχουμε τόσο συχνά οι παραμυθάδες κι αναρωτήθηκα, γιατί τόσο πολλοί είμαστε τόσο ανασφαλείς (κάποιες φορές σε βαθμό κακογουστιάς), αλλά και -ευτυχώς- τόσο “αλλοπαρμένοι”; Και μάλιστα, εγώ πιστεύω ότι αν κάποιος δεν είναι “αλλοπαρμένος”, δηλαδή ανοιχτός στους αγγέλους και τα στοιχειά (στα καρκατζέλια, τις ξωθιές, τα ξωτικά), στον ίδιο τον έρωτα, στο “μη έλλογο”, στο μαγικό στοιχείο της ζωής, δεν είναι παραμυθάς. Μήπως τελικά η γοητεία που κρύβουν αυτά τα “πολύ πολύ ωραία αντικείμενα”, κατά Lévi-Strauss, ταράζει τόσο αυτούς που τα συναναστρέφονται στενά ώστε τους προκαλεί ποικίλες διαταραχές (προς ποικίλες κατευθύνσεις, ακόμα και προς το φως);…

 

Προς σκέψη και συζήτηση με τους εμπλεκόμενους ψυχικά παραμυθάδες (και όχι μόνο)…

 

———

* Για το σύνδρομο Σταντάλ, παραθέτω από το σχόλιο του Γιάννη Δούκα: “Όρος της ψυχοπαθολογίας, επινοημένος από την Ιταλίδα ψυχίατρο Γκρατσιέλα Μαγκερίνι, προκειμένου να περιγραφούν ποικίλες ψυχοσωματικές διαταραχές που είχαν ως αφορμή την έκθεση σε έργα τέχνης και παρατηρήθηκαν σε τουρίστες επισκεπτόμενους τη Φλωρεντία. Η ονομασία του όρου προέκυψε από την ημερολογιακή καταγραφή του Σταντάλ στις 22 Ιανουαρίου 1817.”