Ελευθεροτυπία 30/07/2011 Κριτική της Σταυρούλας Γ. Τσούπρου «Παραμύθια για μεγάλα παιδιά που ελπίζουν»

Λίλη Λαμπρέλλη

Η Στρίγκλα

Το παραμύθι και η συμβολική του προσέγγιση

σειρά: Κι αν σου μιλώ με παραμύθια…

Εκδόσεις Πατάκη, σ. 64, 4,50 ευρώ

Πρόκειται εδώ για μια σειρά σπουδαίων βιβλίων μικρού σχήματος που συνιστά, ούτε λίγο ούτε πολύ, μια αποκάλυψη. Οι αναγνώστες της θα είναι οι τυχεροί εκείνοι των οποίων τα μάτια θα ανοίξουν σ’ έναν καινούργιο κόσμο ή, μάλλον, σε έναν παλιό καινούργιο κόσμο, άρα σ΄έναν κόσμο διαχρονικό, όπου τα παραμύθια δεν απευθύνονται πια, όπως πράγματι δεν απευθύνονταν, σε παιδιά, αλλά μιλούν / μιλούσαν στους συνομίλικους ενήλικους για τη “σπίθα συνείδησης”, για το “κομμάτι επίγνωσης που στην αρχή των καιρών έλαμψε μέσα στην απεραντοσύνη του κόσμου, και από τότε ζει κρυμμένο μέσα σ’ όλα τα πλάσματα” (κατά τους Ινδιάνους Χόπι). Σε αυτόν τον κόσμο των παραμυθιών κάνουμε το λάθος να πιστεύουμε πως οι βασιλιάδες και οι βασίλισσες είναι οι πλούσιοι και τρανοί, ενώ δεν είναι παρά άνθρωποι σαν εμάς. Στην ουσία, οι βασιλιάδες και οι βασίλισσες είμαστε εμείς οι ίδιοι όταν γινόμαστε (αν ποτέ γινόμαστε) κύριοι του εαυτού μας, ώριμοι για το νόημα της ζωής, μιας και ο πλουτισμός, στα παραμύθια, είναι πάντα ψυχικός και ισοδυναμεί, όπως γράφει η αφηγήτρια – παραμυθού, με την αυτονομία, την αυτογνωσία, την εσωτερική αρμονία, τη βαθύτερη ευτυχία. (Με τον ίδιο τρόπο, αξίζει να σημειώσουμε εδώ, πως η Αίθουσα του Θρόνου στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τάσου Αθανασιάδη -σ’ έναν πνευματικό χώρο, δηλαδή, ο οποίος, στην επιφάνεια των πραγμάτων, απέχει πολύ από τα παραμύθια-, δεν είναι παρά το νοητικό κέντρο των αποφάσεων του κάθε ήρωα και της κάθε ηρωίδας ξεχωριστά για την προσωπική τους ζωή.)

Ο τίτλος της σειράς έχει επιλεγεί από το ποίημα Τελευταίος σταθμός του Γιώργου Σεφέρη, τέσσερις στίχοι από το οποίο, ως γενικό μότο, θα εισάγουν τον αναγνώστη στο καθένα από τα εφτά “άγρια, μη λογοκριμένα, μαγικά παραμύθια” της εν λόγω Σειράς (έχει ήδη προηγηθεί  Ο Πολυροβιθάς, ενώ θα ακολουθήσουν Ο Σιμιγδαλένιος, Ο Δακρυγιάννης, Το Κορίτσι με τα κομμένα χέρια, Η Κακορίζικη και η Κόρη της Θάλασσας, όλα από την προφορική παράδοση, με θέμα την ενδοοικογενειακή σύγκρουση, την αιμομιξία, τον κανιβαλισμό και τελικά τον απεγκλωβισμό), τα οποία, ως μαγικά, συνιστούν παραβολές (χωρίς, ωστόσο, ίχνος διδαχής), “που κρύβουν απρόσιτα μυστικά πανάρχαιων εθίμων και τελετουργιών και μιλούν, με συμβολικό πάντα τρόπο, για την ικανότητα του ανθρώπου να γνωρίζει βαθιά μέσα του την ουσία των πραγμάτων”. Αυτές τις συμβολικές εικόνες των παραμυθιών επιχειρεί να προσεγγίσει, στο τρίτο μέρος του κάθε τομιδίου, η παραμυθού Λίλη Λαμπρέλλη (μεταφράστρια στην Ευρωπαϊκή Ένωση!), σαν να υπακούει σε εκείνη την παλιά προτροπή που διαβάζουμε στην Ασκητική του Νίκου Καζαντζάκη: “Ό,τι νιώθεις στην έκσταση, ποτέ δεν θα μπορέσεις να το πεις, όμως μάχου ακατάπαυστα να το πεις. Πολέμα με μύθους, με παρομοιώσεις, με αλληγορίες, με κοινές και σπάνιες λέξεις, με κραυγές, με γέλια, με κλάματα να το πεις…” Κάτι παρόμοιο, εξάλλου, είχε κάνει στο τέταρτο μέρος του “θεωρητικού” βιβλίου της  Λόγος εύθραυστος κι αθάνατος – Προσέγγιση στην τέχνη της αφήγησης και στην αθέατη πλευρά των μαγικών παραμυθιών, όπου επιχειρούσε τη συμβολική προσέγγιση του μαγικού παραμυθιού “Ο Καημός” μέσα από τις πέντε αισθήσεις της (ρωτώντας το παραμύθι για τα χρώματα, τα ακούσματα, τις γεύσεις, τις μυρωδιές και τα αγγίγματα που υπάρχουν στη ζωή του) και με αυτή την έννοια η παρούσα Σειρά των εφτά τομιδίων αποτελεί συνέχεια του προαναφερθέντος εδώ βιβλίου της συγγραφέως. Όσο για την έκσταση κατά την αφήγηση των παραμυθιών, μας μιλά στο σύνολό του το ανωτέρω θεωρητικό βιβλίο -παραπέμπω, ωστόσο, τον αναγνώστη στην ιεράρχηση των παραμυθάδων που ισχύει στο Μάλι της Αφρικής.  Εκεί, στην πιο υψηλή βαθμίδα βρίσκονται οι “μάστορες της σιωπής”. Αυτοί κρύβονται, δεν τους έχει δει κανείς, “αλλά λένε πως όταν αφηγούνται, όσοι τους ακούνε σηκώνονται μια πιθαμή πάνω από το έδαφος. Αυτοί κρατάνε τα κλειδιά της πηγής του κάθε λόγου”.

Το ανά χείρας βιβλίο ξεκινά μια μια σύντομη, αλλά διαφωτιστική “Εισαγωγή” και κλείνει με “Λίγα λόγια για τους παραμυθάδες” και με ένα, μάλλον εκτενές, απόσπασμα από το ιστολόγιό της, ενώ στο οπισθόφυλλο, ένα διαφοροποιημένο από τα υπόλοιπα, φροντισμένο και ελκυστικό, κείμενο μας κατατοπίζει για τα περιεχόμενα. Στο πρώτο Μέρος του κυρίως σώματος του βιβλίου, τώρα, παρατίθεται μια επιλεγμένη παραλλαγή του συγκεκριμένου παραμυθιού (στην περίπτωση της Στρίγκλας επιλέγεται η σκιαθίτικη παραλλαγή), ενώ στο δεύτερο Μέρος παρατίθεται η αφήγηση του ίδιου παραμυθιού από τη Λίλη Λαμπρέλλη, με τα δικά της λόγια και τις συμπληρώσεις / επεξηγήσεις, αλλά και με τις διακριτικές επεμβάσεις της, στο πλαίσιο του επιτρεπόμενου, αν όχι και επιβαλλόμενου, αυτοσχεδιασμού, για να ακολουθήσει στο τρίτο Μέρος, η προσωπική της ερμηνεία του παραβολικού λόγου του παραμυθιού. Το έμφυτο, δε, αφηγητικό της ταλέντο επιτρέπει στην παραμυθού να προσεγγίσει (και στο χαρτί) την “παλιακή”, τραγουδιστή γλώσσα της καταγραφής, στοιχείο κατά βάσην προφορικό αλλά ταυτόχρονα άσχετο με την προφορικότητα της καθημερινής ζωής. Οι πληροφορίες (τόσο στεγνή λέξη, αλήθεια) που αντλούμε από το κομμάτι της “συμβολικής προσέγγισης” είναι πλουσιότατες, εκτεινόμενες σε χώρους (κοινωνιολογία, θρησκειολογία, ψυχανάλυση, φιλοσοφία) ποικίλους και δύσκολους ως προς την κατανόηση -είναι, όμως, πάντοτε δοσμένες με τρόπο βιωματικό και ως εκ τούτου εύληπτο. Επιπλέον, στη συμβολική προσέγγιση του Πολυροβιθά, η Λαμπρέλλη προχωρεί και σε έναν παραλληλισμό του ταπεινού ήρωα αυτού του παραμυθιού με τον επικό Οδυσσέα, επισημαίνοντας, μεταξύ αυτών των τόσο διαφορετικών προσώπων, κοινές δοκιμασίες.

Θα κλείσω την παρουσίαση αυτής της εξαιρετικής Σειράς, της οποίας τα επόμενα πέντε βιβλία περιμένω με ανυπομονησία, με τα λόγια της ίδιας της παραμυθούς: “Τα μαγικά παραμύθια “δεν λένε αυτό που θέλουν να μας πουν”, αλλά με τον συμβολικό τους λόγο, όσο ανώδυνος κι εξωπραγματικός κι αν μοιάζει, μας λένε τι πρέπει να κάνουμε “για να μεγαλώσουμε”. Μέσα από τη μυητική πορεία των ηρώων τους μας δείχνουν ότι στη ζωή θα συναντήσουμε εξουσιαστές. Η καλή ή κακή τους πρόθεση δεν έχει σημασία -αυτό που έχει σημασία είναι ότι δεν πρέπει να τους επιτρέψουμε να μας ακινητοποιήσουν μέσα στην εξουσία τους. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι βρέθηκαν στον δρόμο μας μονάχα για να μας δώσουν το κλειδί μιας πύλης που οδηγεί αλλού”. Αυτό το αλλού, συχνά απίστευτα δυσπρόσιτο, βρίσκεται μέσα μας.