Γιατί λέω παραμύθια

Γιατί άραγε οι παραμυθάδες νιώθουμε την ανάγκη να λέμε παραμύθια – αυτόν τον φαινομενικά ανώδυνο λόγο που όμως έχει τη δύναμη να (μας) μεγαλώνει;

Σίγουρα όχι για να εκφραστούμε καλλιτεχνικά – αν αυτός είναι ο στόχος μας, θα πρέπει να καταπιαστούμε με κάτι άλλο. Ούτε λέμε παραμύθια για να «κλέψουμε» μια εφήμερη θέση στο κέντρο του λόγου, έχοντας πιάσει ομήρους τους γύρω μας για όση ώρα διαρκεί η αφήγηση – αυτό μπορούμε να το επιχειρήσουμε με χίλιους άλλους (συνήθως πιο εύκολους) τρόπους. Τότε, γιατί;

Οι απαντήσεις σ’ αυτό το ερώτημα είναι άπειρες – όσοι κι οι παραμυθάδες. Σας δίνω την ωραιότερη (για μένα), που έρχεται από τον Γάλλο παραμυθά Μισέλ Ίντενοκ κι έχει να κάνει με μια παλιά παράδοση των κυνηγών από τα μέρη του, τον Μέλανα Δρυμό:

Στα παλιά χρόνια, οι κυνηγοί στο μαύρο δάσος, όταν σημάδευαν ένα ζώο, προσπαθούσαν να το κάνουν χωρίς να βρεθούν πρόσωπο με πρόσωπο με το θήραμά τους, γιατί έλεγαν πως αν αντίκριζαν το βλέμμα του λίγο πριν το σκοτώσουν, τότε το πνεύμα του που ήταν γεμάτο θάνατο τους μαύριζε το αίμα. Αν γινόταν αυτό, ο κυνηγός γυρνούσε μόνος στο χωριό, απομονωνόταν για μέρες, δεν έτρωγε, δεν έπινε και δεν μιλούσε σε κανέναν ώσπου να νιώσει μέσα του πως ήλθε η ώρα ν’ αφηγηθεί αυτή την ιστορία. Λέγοντας στους άλλους τι ακριβώς έγινε σ’ εκείνο το κυνήγι κι αντίκρισε το βλέμμα του ζώου που σκότωσε, καθάριζε το αίμα του.

Λέω παραμύθια για να καθαρίσω το μαύρο μου αίμα.

Όλοι οι παραμυθάδες το ξέρουμε καλά πως τα παραμύθια –και πάνω απ’ όλα τα μαγικά παραμύθια– μας καθαρίζουνε το αίμα, που πάει να πει πως είναι απελευθερωτικά. Όσο κι αν κάποιες φορές, με μια πρώτη ματιά, μοιάζουν παθητικοί οι ήρωές τους, πάντα έρχεται η στιγμή ν’ αντικρίσουν το βλέμμα του αγριμιού που είναι λουσμένο θάνατο, πάντα μαυρίζει το αίμα τους και πάντα στο τέλος, αποδεχόμενοι τη θνητότητα, μετακινούνται προς τη ζωή και το αίμα τους καθαρίζει.

Όσο για μένα, βρήκα τη δικιά μου απάντηση στο «γιατί λέω παραμύθια» πριν από κάμποσα χρόνια, μια μέρα που έβλεπα στην τηλεόραση ένα ντοκιμαντέρ για δεινόσαυρους. Επιστήμονες συζητούσαν για ένα απολίθωμα αυτού του παράξενου ζώου που είχε ίχνη φτερών και δεν ήξεραν αν ήταν ένα είδος που είχε πετάξει στο παρελθόν και βρισκόταν σε ένα στάδιο εξέλιξης όπου χάνονταν τα φτερά του ή το αντίθετο, αν επρόκειτο να πετάξει στο μέλλον. Εκείνη τη στιγμή, μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση, ψαχούλεψα την πλάτη μου, εκεί ανάμεσα στους ώμους, κι ένιωσα πως είχα τέτοια χνάρια. Έξαφνα, γεννήθηκε μέσα μου η ιδέα ότι αυτό είναι ο παραμυθάς: ένα πλάσμα που ξέρει πως έχει χνάρια από φτερά. Άραγε να πετούσε κάποτε και με τις αφηγήσεις του θέλει να ιστορήσει μνήμες τ’ ουρανού ή ετοιμάζεται να πετάξει και μιλάει ακατάπαυστα γι’ αυτό, για να πάρει κουράγιο, επειδή δεν το αποφάσισε ακόμα;

Λίγα λόγια για τα λαϊκά παραμύθια

Το λαϊκό παραμύθι είναι κάτι πολύ παράξενο. Μοιάζει ταπεινό κι ανώδυνο, αδέξιο, αφελές, άτεχνο, όμως έχει τα χαρακτηριστικά του μεγάλου έργου τέχνης: καταπλήσσει το χρόνο και περιέχει το ΟΛΟ.

Τίποτα δεν έχει καταπλήξει το χρόνο περισσότερο από ένα παραμύθι, αφού γεννήθηκε προ γραφής, σε καιρούς απόλυτης προφορικότητας κι έφτασε ως εμάς (στην ουσία του ίδιο κι απαράλλαχτο) με το πιο ευάλωτο μέσο –την ανθρώπινη φωνή. Και περιέχει το όλο -την αλήθεια- μιαν αλήθεια οικουμενική και διαχρονική που δεν έχει να κάνει με κανενός τόπου και χρόνου χειροπιαστή πραγματικότητα, αλλά με την ίδια την ανθρώπινη ψυχή.

Σε ποιούς απευθύνονται τα παραμύθια; Πιστεύω πως, επειδή είναι σοφά, απευθύνονται σε σοφούς, δηλαδή στα παιδιά (που έτσι κι αλλιώς, κατά Σαββόπουλο, τα ξέρουν όλα…). Τα παιδιά είναι οι φυσικοί – αλλά όχι οι μόνοι – αποδέκτες των παραμυθιών. Αποδέκτες είναι όλοι όσοι (σαν τους ήρωες των μαγικών παραμυθιών) δέχονται να μεγαλώσουν παραμένοντας αθώοι και μη υποτελείς, όλοι όσοι αντέχουν να κάνουν βήματα αυτογνωσίας, όλοι όσοι τολμούν να παλέψουν με το δράκο που φυλάει το πέρασμα για την ουσιαστική ενηλικίωση.

Το παραμύθι προφορικής παράδοσης είναι μια βαρκούλα με πανί. Κυλάει στη θάλασσα του συλλογικού ασυνείδητου, τη θάλασσα των ονείρων. Τη σπρώχνουν ανάσες ελευθερίας. Το τιμόνι το κρατάει αυτός που ακούει. Η ποθητή στεριά είναι η ουσία των πραγμάτων, το κουκούτσι της ύπαρξης, το νόημα της κάθε στιγμής, η εμπιστοσύνη στη ζωή, η λαχτάρα να θέλεις να ζήσεις άλλη μια μέρα.

Και λίγα λόγια για την αφήγησή τους

Ο παραμυθάς δεν είναι δάσκαλος, ηθοποιός, κλόουν, εμψυχωτής, δεν είναι τ ί π ο τ α που να χρειάζεται γνώσεις ή τεχνική. Τουλάχιστον την ώρα της αφήγησης, δεν είναι ευπρεπής, ντροπαλός, θρασύς, ναρκισσιστής – όλα αυτά που μας σπρώχνει η ανασφάλεια να υιοθετήσουμε. Δεν είναι ούτε επαγγελματίας ούτε ερασιτέχνης ούτε καν καλλιτέχνης. Είναι ένας ελεύθερος άνθρωπος που, όπως λέει ο Ανρί Γκουγκό, έχει τη δύναμη να κλείσει τα αφτιά στην επιθυμία να είναι αρεστός, σε κάθε φόβο, στη φασαρία του κόσμου, για να έχει τη γαλήνη  που χρειάζεται ώστε να μπορέσει να παραδώσει (σε όσους θέλουν κι αντέχουν να παραλάβουν) ένα κομμάτι της αλήθειας του παραμυθιού. Η μεγάλη δυσκολία στην αφήγηση είναι ότι παίρνει το ρίσκο να μην τα καταφέρει.

Ο ήρωας στο μαγικό παραμύθι είναι ελεύθερος χωρίς να είναι εγωκεντρικός, αλλά με ταπεινότητα. Είναι γενναιόδωρος, αχρεωστήτως. Προχωράει ίσια εμπρός, σφίγγοντας ανάμεσα στα δόντια του τον οβολό για να μπει στη βάρκα της θνητότητας και να περάσει πέρα -άλλοτε επιστρέφει άλλοτε δεν επιστρέφει, αλλά πάντα διασχίζει τον ποταμό.

Η μόνη τεχνική του παραμυθά είναι να ακολουθεί τα χνάρια του ήρωα.

Tο KEΘΕΑ “Διάβαση”: χώρος μυητικός μαγικού παραμυθιού

Η συνάντησή μου με τη “Διάβαση” που φιλοξενεί τα εργαστήριά μου εδώ και χρόνια, μοιάζει πολύ με τη συνάντησή μου με τα παραμύθια. Έγινε από καθαρή συγκυρία (μια βραδιά παραμυθιών) και ήταν συγ-κινητική, με την έννοια μιας πραγματικής μετακίνησης. Μιλώντας γι’ αυτό δεν αναφέρομαι μόνο στον υπέροχο χώρο και στη ζεστασιά των ανθρώπων, αλλά πιο πολύ στην αύρα που περιβάλλει το χώρο και τους ανθρώπους –μια αύρα μυητικής διαδικασίας “διάβασης” προς την ουσιαστική ενηλικίωση.

Όταν, μετά την πρώτη ξενάγηση, συνειδητοποίησα τη δουλειά που γίνεται σ’ αυτό το χώρο, κατάλαβα ότι αυτά τα ευγενικά, πρόθυμα και φιλότιμα παιδιά είναι κάτι πολύ περισσότερο από την πολύ θετική τους εικόνα: είναι ήρωες και ηρωίδες μαγικών παραμυθιών. Για μένα ήταν μια αποκάλυψη το να “δω” με σάρκα και οστά ολοζώντανους μπροστά μου αρχετυπικούς ήρωες και ηρωίδες, να βιώνουν την πορεία τους προς την αυτονομία και την αυτογνωσία.

Κάθε φορά που στο εργαστήρι συμβολισμού συμμετείχαν παιδιά της Διάβασης, η εμπειρία  για όλους ήταν συγκλονιστική. Χωρίς την παραμικρή προηγούμενη θεωρητική γνώση ή εξοικείωση με τα παραμύθια, τα παιδιά της Διάβασης καταλάβαιναν αμέσως την “ουσία” τους, μια ουσία που σε μένα πήρε χρόνια να προσεγγίσω. Καταλάβαιναν αμέσως πως όταν ο ήρωας βρίσκεται στον πάτο, δεν έχει άλλη επιλογή: ή θα χαθεί ή θα γίνει βασιλιάς!

Στο μαγικό παραμύθι ο ήρωας βιώνει μια αρχική έλλειψη που τον οδηγεί σε μετακίνηση από το πατρικό σπίτι -μια μετακίνηση καθόλου ανώδυνη, αντίθετα γεμάτη οδυνηρές απώλειες. Είναι η περίοδος που κατεβαίνει, κατεβαίνει, ώσπου φτάνει στο βυθό της μοναξιάς, στον πάτο της ύπαρξής του. Τότε, εξαρτάται από αυτόν και μόνο αν θα εγκλωβιστεί στις απώλειές του ή αν θα κάνει το πένθος του ώστε να ξαναρχίσει ν’ ανεβαίνει. Και ακριβώς όπως τα παιδιά της Διάβασης, ανεβαίνει, ανεβαίνει και στο τέλος φτάνει σ’ ένα σημείο ανώτερο από αυτό που ήταν πριν από τις δοκιμασίες: γίνεται βασιλιάς (ή βασίλισσα), δηλαδή εκτός ιεραρχίας, αληθινά αυτόνομος.

Το είπα πολλές φορές σ’ αυτά τα παιδιά –το ξαναλέω. Για μένα, όσοι πέρασαν δοκιμασίες απεξάρτησης και τα κατάφεραν να παραμείνουν σταθεροί ως το τέλος, έχουν παράλληλη πορεία με εκείνη των ηρώων στα μαγικά παραμύθια (μια πορεία από το σκοτάδι προς το φως). Αυτά τα παιδιά που σαν τον Οδυσσέα ξεκίνησαν από την Ιθάκη και πήγαν να πολεμήσουν “για μιαν Ελένη”, στην επιστροφή τους δεν παγιδεύτηκαν στη λήθη του λωτού, αλλά συνέχισαν το ταξίδι κι έκαναν τον γύρο του κόσμου (τον γύρο του εαυτού τους). Πέρασαν από Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες, αντιστάθηκαν στην Κίρκη, κατέβηκαν στο σκοτάδι του Άδη, έκλεισαν τ’ αφτιά στις Σειρήνες, γλύτωσαν από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, τυφλώθηκαν από πείνα στο υπέρλαμπρο νησί του Ήλιου, έφτιαξαν σχεδία για να αποδράσουν από την Καλυψώ, δεν υπέκυψαν στον πειρασμό της Ναυσικάς και επέστρεψαν αλλιώτικοι στο κέντρο της ύπαρξής τους, στην Ιθάκη τους, γυμνοί από στολίδια, αλλά αληθινοί ηγέτες του εαυτού τους: ενήλικες.

Πώς να μην συγ-κινηθεί κανείς όταν φιλοξενείται σ’ αυτό τον τόσο φορτισμένο με θετική ενέργεια χώρο; Ένα χώρο που μοιάζει με μαγικό παραμύθι, γιατί ακριβώς σαν κι αυτό, έχει την ιερότητα της οδύνης, της προσφοράς, της βαθιάς συντροφικότητας και -πάνω απ’ όλα- της νίκης της ελεύθερης βούλησης.

Παραμυθάδες: μια αόρατη συντεχνία

 Υπάρχει συντεχνία παραμυθάδων; Αν υπάρχει, πώς λειτουργεί; Με καταστατικό και γενική συνέλευση, με ηγέτες και οπαδούς, με πλειοψηφίες και μειοψηφίες; Με μυστικιστικά τελετουργικά και όρκους σιωπής; Με κώδικες αναγνώρισης και αλληλοϋποστήριξης; Ή μήπως η συντεχνία υπάρχει επειδή υπήρξε κάποτε (ας θυμηθούμε τους κατά τον Πίνδαρο Ομηρίδες) και όσο υπάρχουνε παραμυθάδες η μνήμη της ύπαρξής της παραμένει ζωντανή;

Αν αυτό το τελευταίο είναι αλήθεια, κι αν ο κάθε παραμυθάς, παράλληλα με το μοναχικό του ταξίδι είναι μέλος μιας αόρατης συντεχνίας, ποιοί δεσμοί τον ενώνουν με τη συντεχνία του, δηλαδή με τους άλλους παραμυθάδες;

Απαντώ προσωπικά και αυθαίρετα. Πρώτα-πρώτα, όταν λέω συντεχνία δεν εννοώ επαγγελματικό σωματείο. Για μένα, σ’ αυτό το μαγικό πράγμα που είναι η αφήγηση παραμυθιών δεν νοείται οποιαδήποτε έννοια συνδικαλισμού πέρα από την πεποίθηση ότι ανήκουμε στην αόρατη συντεχνία των αληθινών παραμυθάδων όλων των εποχών και όλων των τόπων. ‘Όσο για το “καθεστώς” του παραμυθά, ως επαγγελματική ιδιότητα θα σκοντάφτει πάντα (όσο ζούμε σε δημοκρατικό καθεστώς) στον “ορισμό” του παραμυθά. Αν δεχτούμε ότι η βασική προϋπόθεση για την αφήγηση παραμυθιών είναι μια ιδιαίτερη ψυχική διάθεση, τότε με ποια κριτήρια (πέρα από τα κριτήρια της θεατρικής τέχνης που είναι εντελώς άλλο πράγμα) και από ποιον θα αποφασίζεται ποιος είναι κατάλληλος για να έχει την ιδιότητα του αφηγητή παραμυθιών και ποιος όχι;

Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι η αφήγηση παραμυθιών είναι ξέφραγο αμπέλι. Η αφήγηση δεν είναι περιφραγμένος χώρος μόνο και μόνο γιατί είναι ένα βήμα ελευθερίας. Δεν υπάρχει συρματόπλεγμα, αλλά ο χώρος είναι οριοθετημένος από έναν κώδικα δεοντολογίας. Αυτός ο κώδικας δεοντολογίας που ενώνει τους παραμυθάδες ξεκινάει από τη μαθητεία τους, βασίζεται στο ρεπερτόριό τους και συνδέεται με τη στάση τους απέναντι στα παραμύθια και στη ζωή.

Για μένα, τρία είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του μέλους της αόρατης συντεχνίας των παραμυθάδων:

 1) Ο παραμυθάς μαθαίνει από παραμυθά ή (ακόμα καλύτερα) είναι αυτοδίδακτος μέσα από μια μακριά, προσωπική πορεία

Η μαθητεία, όπως λέει και ο Στέλιος Πελασγός, κατά κύριο λόγο βασίζεται στην παρατήρηση αληθινών παραμυθάδων, όπως ανέκαθεν γινόταν ανάμεσα στο δάσκαλο-μάστορα και στο μαθητευόμενο σε κάθε είδους τέχνη ή χειροτεχνία. Όχι στην ξεπατικωσούρα, αλλά στην ενεργή παρατήρηση πολλών-πολλών αφηγήσεων και αφηγητών. Τους ακούς να αφηγούνται και λες: Αυτό με συναρπάζει και ταιριάζει στη δική μου προσωπικότητα –θα προσπαθήσω να το προσεγγίσω. Εκείνο, έστω κι αν μου φαίνεται εξαίρετο (ίσως όμως και απαράδεκτο ή…), αφού δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτό που είμαι –προς αποφυγήν.

Δεν υπάρχουν καλοί κανόνες για να γίνει κανείς παραμυθάς, παρά μόνο καλοί παραμυθάδες. Ο καλός παραμυθάς δεν είναι «σταθερά» καλός, αλλά μόνο τις στιγμές που είναι “ένα” με τον εκφερόμενο λόγο και “μαζί” με όσους τον ακούνε. Ποιοί θεωρητικοί τυφλοσούρτες, ποιά διδασκαλία τεχνικής μπορεί να το οργανώσει αυτό;

Το σίγουρο είναι ότι στην αφήγηση παραμυθιών -όπως και σε κάθε δημιουργία- ακολουθούμε περισσότερο το ένστικτο και λιγότερο τη λογική μας και βασιζόμαστε περισσότερο σ’αυτό που είμαστε και λιγότερο στην επιμέλειά μας, γι’ αυτό και για μένα οποιαδήποτε “σχολική” προσέγγιση της τέχνης της αφήγησης είναι από ανώφελη έως επικίνδυνη. Η Αγνή Στρουμπούλη λέει: “Η τεχνική μου είναι αυτό που είμαι”.

Ένα παράδειγμα που δείχνει πως η αφήγηση συνδέεται περισσότερο με το ένστικτο και λιγότερο με τη λογική είναι η κλιμάκωση της έντασης στη ροή ενός παραμυθιού. Αν προσπαθούσα να την περιγράψω, θα έλεγα ότι ξεκινάμε το παραμύθι «ομαλά» και ανεβαίνουμε, ανεβαίνουμε, ανεβαίνουμε, ακολουθώντας τους ήρωες στις περιπέτειές τους, φτάνουμε σε μια κορύφωση της έντασης που ακολουθεί απόλυτα τον παραμυθιακό λόγο και κλείνουμε «ομαλά», χαμηλώνοντας την ένταση, αλλά πάντα σε υψηλότερο επίπεδο από το αρχικό. Όμως, η κλιμάκωση αυτή δεν βασίζεται σε εγκεφαλική προσέγγιση του παραμυθιού -αλλά στην ενστικτώδη και απόλυτη εμπιστοσύνη μας στη ροή του.

Μια παρένθεση: Όταν λέω ξεκινάμε ή καταλήγουμε «ομαλά», δεν εννοώ «ουδέτερα», δηλαδή με κοινωνική ευπρέπεια, όπως συνήθως μιλάμε στις μικρές καθημερινές συναλλαγές μας με αγνώστους. Δεν λέμε, λοιπόν, ουδέτερα το «μια φορά κι έναν καιρό», αλλά με τον τρόπο που ανοίγουμε μια πόρτα, ενώ δεν ξέρουμε τί υπάρχει πίσω, με τη σοβαρότητα του παιδιού που παίζει και την πιθανότητα πίσω από την πόρτα να υπάρχει ένας θησαυρός ή δράκοι. Δεν λέμε ουδέτερα το «ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», αλλά γιορταστικά, με τον τρόπο που λέμε «ευχαριστώ», όταν μας εύχονται «και στα δικά μας» σε κάτι πολύ σημαντικό της ζωής.

2) Ο παραμυθάς αφηγείται παραμύθια προφορικής παράδοσης

 Δυο λόγια για το ρεπερτόριό μας. Ας θυμόμαστε ότι δεν είναι ιδιοκτησία μας το ρεπερτόριό μας. Οποιοσδήποτε έχει το απόλυτο δικαίωμα να αφηγηθεί τα ίδια παραμύθια με μας.

Πρόβλημα δεοντολογίας υπάρχει μόνον όταν κάποιος αφηγείται ένα παραμύθι «με τα δικά μας λόγια» -στην περίπτωση αυτή οφείλει τουλάχιστον να αναφέρει το όνομά μας. Ο κάθε παραμυθάς αφηγείται τα παραμύθια που του μιλάνε με τα δικά του λόγια, αλλιώς δεν εκφράζει τη δική του σχέση με το παραμύθι, αλλά τη σχέση κάποιου άλλου. Αν μπει στη διαδικασία αποστήθισης είναι πιο έντιμο να αποστηθίσει μια παλιότερα καταγραμμένη παραλλαγή και όχι τα λόγια ενός σύγχρονού του παραμυθά.

Ας θυμηθούμε ότι, σε κάθε περίπτωση, μπαίνουμε με σεβασμό στο σπίτι του παραμυθιού: σκουπίζουμε τα πόδια στο χαλάκι, αγγίζουμε με πολλή προσοχή τα έπιπλα και τα λιγοστά αντικείμενα, αν έχουμε τη δυνατότητα, στολίζουμε τα βάζα με φρέσκα λουλούδια, αλλά βγαίνοντας, αφήνουμε πάντα το κλειδί στην πόρτα.

3) Η σχέση του παραμυθά με το παραμύθι είναι πιο δυνατή από οποιαδήποτε ανάγκη για βιοπορισμό ή αναγνώριση

Δεν μπορεί κάποιος να γίνει αφηγητής παραμυθιών χωρίς να αγαπάει με πάθος τα παραμύθια.

Αυτό το πάθος είναι ένα είδος τρέλας. Πιστεύω, χωρίς βέβαια να μπορώ να το αποδείξω, πως τα παραμύθια τρέφονται με ησυχία, ενώ η αφήγηση με τρέλα.

Η τρέλα στην αφήγηση συνίσταται στην πεποίθηση ότι το να λέμε παραμύθια δεν είναι επάγγελμα, αλλά πράξη μαγική. Γι’ αυτό και (όπως λέει η Κλωντ Εντμόν Μαγνύ στην “Προϋπόθεση της γραφής”), “…πρέπει να την περιβάλλουμε, σαν κάθε μαγική πράξη με ταμπού και απαγορεύσεις. Αλλιώς κινδυνεύουμε να δούμε να πολλαπλασιάζονται ανάμεσά μας οι μαθητευόμενοι μάγοι που καταλήγουν να αμφιβάλλουν για την αξία αυτής της ίδιας της μαγείας που θέλησαν να ασκήσουν με ανίερα χέρια…”

Ανίερα χέρια είναι τα χέρια των φιλόδοξων δημαγωγών. Ο αληθινός παραμυθάς δεν είναι ούτε φιλόδοξος, ούτε δημαγωγός. Δεν χειραγωγεί, δεν ελίσσεται, δεν διαπραγματεύεται. Είναι τρελός, με την έννοια που δίνει στον όρο ο Alexandre Arnoux λέγοντας: “Στη ζωή όλα συγχωρούνται εκτός από την έλλειψη τρέλας.” Αυτό πάει να πει πως έχει την τρέλα και τη σύνεση να πιστεύει ότι υπηρετεί μια πράξη μαγική και είναι ξεροκέφαλα αμετακίνητος στο ιδανικό του, σαν ήρωας μαγικού παραμυθιού. Όπως μου εκμυστηρεύτηκε η Σάσα Βούλγαρη, το αγαπημένο της μοτίβο είναι όταν ο ήρωας, στο τρίστρατο, διαλέγει το δρόμο που δεν έχει γυρισμό. Το βρήκα υπέροχο, γιατί αυτή είναι και για μένα η πιο πολύτιμη στιγμή του μαγικού παραμυθιού. Όσοι αφηγούμαστε παραμύθια, ας το θυμόμαστε: στο τρίστρατο, ο ήρωας δεν διαπραγματεύεται ποτέ. Έχει την τρέλα εκείνου που, ενώ μπορεί να διαλέξει, παίρνει πάντα το δρόμο που δεν έχει γυρισμό.

Ο παραμυθάς είναι μια ζωντανή ερώτηση που βγήκε στο δρόμο της ζωής, αναζητώντας απαντήσεις μέσα από τα παραμύθια. Αυτές οι απαντήσεις εξανθρωπίζουν το δράκο μέσα του και τους δράκους γύρω του, μεταλλάσσοντας χωρίς κηρύγματα, χωρίς τιμωρίες και χωρίς υποσχέσεις, την καθημερινή βαρβαρότητα σε ανθρωπιά. Γι’ αυτό και πιστεύω πως με την πρόφαση ότι κάποιος “ζει από την αφήγηση παραμυθιών” δεν μπορεί να παραβιάζει την ιερότητα αυτού του πράγματος, κάνοντας εκχωρήσεις που εκθέτουν και τον ίδιο και τη συντεχνία του.

Ο Henri Gougaud μας συμβουλεύει στο εργαστήρι του “να μη ζούμε απ’ αυτό”, αλλά να βιοποριζόμαστε με οποιονδήποτε τρόπο μπορεί ο καθένας και να κρατάμε για την αφήγηση τη χαρά του ερασιτέχνη, δηλαδή το πάθος και το ρίσκο του ερωτευμένου και όχι την ασφάλεια της ρουτίνας που βασίζεται σε συμβιβασμούς. Ο ίδιος δηλώνει ότι έχει το επάγγελμα του συγγραφέα και το πάθος του αφηγητή παραμυθιών. Εγώ θα έλεγα ότι το ιδανικό είναι “να ζεις μόνο απ’ αυτό” (και τιμώ αυτούς που το κάνουν), αρκεί να έχεις τη δύναμη να μην κάνεις εκχωρήσεις.

Ο παραμυθάς δεν είναι αυλικός κανενός. Δεν προσπαθεί να γοητέψει τους ακροατές, αλλά μονάχα να υπηρετήσει το παραμύθι. Είναι περιθωριακός και εκκεντρικός, ακριβώς γιατί σ’ έναν κόσμο γεμάτο σκλάβους, είναι ελεύθερος. Κι αυτός ο ελεύθερος άνθρωπος -ας μην το ξεχνάμε ποτέ- δεν είναι σοβαροφανής. Αντίθετα, μοιάζει να λέει: «Ψέματα θα σας πω, μη με παίρνετε στα σοβαρά. Ακούστε με, όπως ακούτε τη βροχή ή τον άνεμο ή μια μακρινή μουσική».

Ο παραμυθάς, ενώ έχει ρίζες βαθιά μέσα στη γη, είναι αιθεροβάτης. Δεν είναι γητευτής ανθρώπων -είναι γητευτής χορταριών και ουράνιων τόξων.

 

 

Συνέντευξή προς την Τασούλα Τσιλιμένη

Απαντήσεις της Λίλης Λαμπρέλλη σε ερωτηματολόγιο της Τασούλας Τσιλιμένη, επίκουρης καθηγήτριας  του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ

ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ

  1. Τι σας οδήγησε στην ενασχόλησή σας με την αφήγηση;

Η συγκυρία. Είχα την τύχη να παρακολουθήσω τον Μάρτιο του 1998 ένα σεμινάριο  αφήγησης του Ανρύ Γκουγκώ. Αυτό άλλαξε τη ζωή μου. Βούτηξα στα βαθιά του ωκεανού των παραμυθιών και ακόμα δεν έχω ανέβει για να πάρω ανάσα.

  1. Ποιο είναι  το νόημα για σας να λέτε ιστορίες;

Η αγωγή της ψυχής. Της δικιάς μου και αν η ώρα είναι καλή, κάποιων από αυτούς που ακούνε το παραμύθι.

  1. Με ποια κριτήρια  επιλέγετε τις ιστορίες που αφηγείσθε;

Δεν επιλέγω τα παραμύθια. Αυτά με επιλέγουν. Στην ουσία είναι κομμάτια της προσωπικής μου ιστορίας. Όχι της βιογραφίας μου, αλλά της «αληθινής» μου ιστορίας.

  1. Πόσο πιστά ακολουθείτε τις πηγές των ιστοριών; Παρεμβαίνετε σε αυτές ώστε να τις διαμορφώσετε;

Όταν η παραλλαγή είναι εξαιρετική, όπως ο «Καημός» (με δύο όλες κι όλες ελληνικές παραλλαγές στον τύπο 710), ακολουθώ το καταγραμμένο κείμενο όσο πιο πιστά γίνεται, αλλά το λέω με «δικά μου λόγια». Όταν το καταγραμμένο κείμενο είναι μια κακομεταφρασμένη περίληψη που βρήκα σε εθνολογικό υλικό σε βιβλιοθήκη (όπως στην περίπτωση παραμυθιών των Πυγμαίων του νοτιοανατολικού Καμερούν), τότε δημιουργώ μια δική μου παραλλαγή, διατηρώντας όσο το δυνατόν περισσότερο, τη δομή και την ουσία της ιστορίας.

  1. Πώς επηρεάζει ο γραπτός λόγος της πηγής απ΄την οποία αντλείτε την ιστορία, την προφορικότητά σας;

Αν η πηγή είναι καλή, το καταγραμμένο κείμενο είναι «προφορικό». Το πρόβλημα είναι πώς θα μεταφέρω την παλιότερη προφορικότητα (που συχνά έχει παραλήψεις, πλεονασμούς, ασυνταξίες, αλλά και εκθαμβωτική γλωσσοπλασία) στη δική μου προφορικότητα, χωρίς να προδώσω το παραμύθι.

  1. Έχετε μαθητεύσει/παρακολουθήσει εργαστήρια αφήγησης η είστε αυτοδίδακτος/η;

Έχω παρακολουθήσει δεκάδες σεμινάρια και εργαστήρια (όχι όλα ενδιαφέροντα), αλλά αυτά που με σημάδεψαν είναι των Γάλλων Ανρύ Γκουγκώ και Μισέλ Ίντενοκ, του Βέλγου, μαροκινής  καταγωγής Αμαντί, του Κογκολέζου Μωρίς Μποϋκασέ, και σε πανεπιστημιακό επίπεδο, της Νικόλ Μπελμόν. Όλοι οι δάσκαλοί μου (εκτός από τη Νικόλ Μπελμόν) ήταν αυτοδίδακτοι.

  1. Προσφέρετε εργαστήρια για νέους αφηγητές;

Τολμώ να το κάνω, επειδή αισθάνομαι την (επείγουσα) ανάγκη να παραδώσω ό,τι πολύτιμο παρέλαβα.

  1. Ποιας ειδικότητας, ηλικίας και φύλου  είναι συνήθως οι συμμετέχοντες;

Ενήλικες κάθε ηλικίας (από 18 χρονών έως πάνω από 70). Συνήθως γυναίκες, όλων των ειδικοτήτων, αλλά στην πλειοψηφία τους εκπαιδευτικοί.

  1. Διαθέτοντας πείρα  ετών γύρω από την αφήγηση, είστε ευχαριστημένη από την πορεία και εξέλιξή της;

Πιστεύω πως αν υπάρχει μία εποχή παραμυθιών, είναι αυτή που ζούμε τώρα. Πώς να μην είμαι ευχαριστημένη; Από την άλλη πλευρά, ασχολούνται βιοποριστικά με την αφήγηση και κάποιοι που δε νοιάζονται καθόλου το παραμύθι. Αυτό συμβαίνει παντού και είναι αναμενόμενο, τη στιγμή που δεν υπάρχουν πια οι συντεχνίες που δημιουργούσαν (και επέβαλαν) δεοντολογία. Πάντως, είμαι σίγουρη ότι το παραμύθι δεν έχει να φοβάται τίποτα -είναι πιο δυνατό από τις κάθε είδους χειραγωγίες.

ΓΕΝΙΚΕΣ

  1. Στην Ελλάδα, όπου η αναβίωση της αφήγησης  είναι πολύ πρόσφατη, έχουν υιοθετηθεί οι όροι νεο –αφηγητής, σύγχρονος αφηγητής ή επαγγελματίας παραμυθάς. Γύρω από αυτό έχει αναπτυχθεί ένας προβληματισμός για την ορθότητα των όρων. Ποια η γνώμη σας;

Πρώτα-πρώτα, δεν τίθεται θέμα αναβίωσης, αν δούμε την αφήγηση σε βάθος χρόνου. Εγώ θα έλεγα ότι υπάρχει μια φοβερή ανάπτυξη της αφήγησης, που ποτέ δεν πέθανε –άλλαξαν μόνο οι συνθήκες αφήγησης γιατί άλλαξαν οι συνθήκες ζωής και κυρίως παιδείας.  Όσο για τους όρους, για μένα, αφηγητής είναι μια χαρά, παραμυθάς το ίδιο. Ο αφηγητής πάντα ήταν ένας από την αφηγηματική κοινότητα. Επειδή είναι εγγράμματος θα πρέπει να τον πούμε νεο-αφηγητή; Είναι εγγράμματος γιατί είναι όλοι εγγράμματοι. Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν δύσκολο να μην είναι.

  1. Ποιες ανάγκες του  σύγχρονου ανθρώπου καλύπτει ο σημερινός αφηγητής;

Αυτές που κάλυπτε πάντα. Κουβαλάει ένα λόγο παραμυθίας και συγχρόνως, ιδίως μέσα από τα μαγικά παραμύθια, συντροφεύει τις ατομικές πορείες προς την ουσιαστική ενηλικίωση.

  1. Τι αποζητούν κατά τη γνώμη σας οι ενήλικες θεατές/ακροατές;

Το βάλσαμο αυτής της αρχέγονης ποίησης που μέσα από μια εξωπραγματική ιστορία, μιλάει για την ανθρώπινη ψυχή.

  1. Πιστεύετε ότι η ιστόρηση μπορεί να γίνει ένα κοινωνικό φαινόμενο  όπως ήταν στις παλαιότερες εποχές;

Απάντησα ήδη. Είναι κοινωνικό φαινόμενο και μάλιστα έχει πάρει έκταση πολύ μεγαλύτερη από τις εποχές των εκάστοτε καταγραφών.

  1. Μπορεί το σημερινό κοινό να λειτουργήσει όπως εκείνο της παραδοσιακής προφορικής αφήγησης; Δηλαδή να περνά η ιστορία από στόμα σε στόμα;

Σίγουρα ναι. Ένα μέρος από το ρεπερτόριό μου είναι παραμύθια που δεν είδα ποτέ γραμμένα –τα άκουσα μονάχα από άλλους αφηγητές.

  1. Ποιες ιστορίες έχει  ανάγκη περισσότερο ο σημερινός ακροατής; Ιστορίες από την αρχαιότητα, την μυθολογία, τη λαϊκή παράδοση, αφηγήσεις ιστορικής μνήμης;

Για μένα δεν υπάρχει τίποτα πιο δυνατό από το λαϊκό παραμύθι. Γιαυτό και είναι το πιο οικουμενικό είδος και σε κάθε περίπτωση, το πιο διαχρονικό.

  1. Η αφήγηση λειτουργεί καλύτερα σε ένα αστικό περιβάλλον ή σε μια μικρότερη κοινωνία;

Λειτουργεί παντού, αρκεί να υπάρχουν συναινούντες δέκτες. Ας μην ξεχνάμε βέβαια και τον άγγελο ή το στοιχειό της ποιότητας της στιγμής. Αυτό που κάνει να ακούσει ο κατάλληλος άνθρωπος την κατάλληλη ιστορία, την κατάλληλη στιγμή.

  1. Βρίσκετε διαφορές μεταξύ άνδρα αφηγητή και γυναίκας αφηγήτριας;

Μόνο στο ρεπερτόριο. Υπάρχει η τάση οι γυναίκες να αφηγούνται παραμύθια με γυναίκες ηρωίδες και οι άνδρες με άνδρες. Κανόνας με πάμπολλες εξαιρέσεις –ευτυχώς.

  1. Ποιοι οι στόχοι και το μέλλον των Ινστιτούτων ή Κέντρων της αφήγησης;

Οι στόχοι ποικίλοι. Από άνευ όρων αγάπη για τον ταπεινό, πανάρχαιο, συμβολικό λόγο του παραμυθιού, έως καθαρή φιλοδοξία ή ανάγκη βιοπορισμού σε έναν ανερχόμενο χώρο. Πιστεύω ότι το μέλλον τους συνδέεται με την ποιότητα των στόχων.

  1. Θεωρείτε ότι μπορεί κάθε άνθρωπος  να αφηγηθεί ανεξάρτητα από κάποιο ταλέντο ή εκπαίδευση και εξάσκηση;

Χωρίς καμιά επιφύλαξη, ναι. Όμως, όχι όλες τις στιγμές, όχι όλα τα παραμύθια -κι αυτό σηκώνει μια μεγάλη συζήτηση.

  1. Αν ήταν να διαρθρώσετε τον δεκάλογο του καλού αφηγητή, ποια σημεία θεωρείτε τα πιο σημαντικά;

Το πρώτο: είναι αληθινός. Δεν παριστάνει τον αφηγητή –είναι ο αφηγητής. Είναι ο εαυτός του σε μια ξεχωριστή στιγμή. Τη στιγμή της αποκάλυψης μιας κρυμμένης αλήθειας.

Το δεύτερο: λέει την αλήθεια, με την έννοια ότι πιστεύει στη βαθύτερη αλήθεια της εξωπραγματικής ιστορίας που αφηγείται.

Το τρίτο: είναι «χωρίς δέρμα» -ευαίσθητος, αλλά όχι ευάλωτος, πομπός και δέκτης -στον αντίποδα του παχύδερμου.

Το τέταρτο: είναι σύγχρονος με όσους τον ακούνε.

Το πέμπτο: είναι ενήλικος. Δεν ντρέπεται ούτε είναι ξεδιάντροπος. Δεν παιδιαρίζει ούτε ζητάει συγνώμη (με τον τρόπο του) που βρίσκεται στο κέντρο του λόγου. Μιλάει από τη θέση του πατέρα ή της μάνας.

Το έκτο: δεν είναι ούτε δημαγωγός ούτε σοβαροφανής, με την έννοια ότι τη στιγμή της αφήγησης ούτε κάνει τούμπες, ούτε είναι «καθώς πρέπει» -πώς άραγε να πρέπει;.

Το έβδομο: έχει επίγνωση της μουσικότητας της αφήγησης.

Το όγδοο: έχει επίγνωση πως είναι ο ταπεινός πρόγονος του ηθοποιού. Ταπεινός, αλλά πρόγονος. Ο ηθοποιός παίρνει δάνεια από τον παραμυθά και όχι το αντίστροφο.

Το ένατο: Δεν έχει «ορατή» τεχνική. Η βασική του τεχνική είναι η «παρουσία» του που στηρίζεται στη ζωντανή του σχέση με το παραμύθι και τους ακροατές.

Το δέκατο: Είναι ανοιχτός στη ζωή. Είτε αφηγείται σε παιδιά είτε σε μεγάλους, όντας ενήλικος, είναι με την πλευρά των παιδιών, δηλαδή κοντά στη ρίζα, με την πλευρά του παιχνιδιού των αθώων. Ανάμεσα στη ζωή και τον κόσμο διαλέγει τη ζωή, γιατί τα παραμύθια μιλάνε για τη ζωή κι όχι για τον κόσμο.

  1. Πώς σχολιάζετε τον εναγκαλισμό της αφήγησης από κλάδους όπως αυτός της παιδαγωγικής, της ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας κ.α.

Η αφήγηση παραμυθιών αγκαλιάζει τα πάντα –είναι λογικό να την αγκαλιάζουν τα πάντα.

13. Ποια χώρα θεωρείτε ότι προηγείται στον τομέα της αφήγησης και που οφείλεται αυτό;

Δεν γνωρίζω το γίγνεσθαι παρά μόνο στην Ελλάδα, στο Βέλγιο και στη Γαλλία. Η Ελλάδα ακολουθεί τις χώρες αυτές από μεγάλη απόσταση. Ίσως ένας από τους λόγους να είναι ότι ως Έλληνες έχουμε μεγαλύτερη εξοικείωση από τους γαλλόφωνους με το θέατρο –δηλαδή με τον δοξασμένο απόγονο της αφήγησης, και θεωρούμε τον ταπεινό πρόγονο είδος περιθωριακό -μια εκκεντρική πρωτοπορεία.

  1. Μέσα από  την εμπειρία σας, τι θα είχατε να συμβουλεύσετε τους έλληνες παραμυθάδες, και όσους στην ελλάδα αναλαμβάνουν ρόλους δασκάλου της τέχνης της αφήγησης, ώστε να  παρακαμφθούν εμπόδια και δυσκολίες που εσείς αντιμετωπίσατε και τα οποία έβλαψαν την αφήγηση.

Θα απαντήσω με μια φράση του δασκάλου μου, Ανρύ Γκουγκώ:

«Όποιος διδάσκει παραμυθάδες πρέπει να θυμάται ότι η δουλειά του είναι να βοηθήσει όσους θέλουν να αφηγηθούν να δημιουργήσουν το δικό τους κόσμο, όχι να τους παγιδεύσει στο δικό του.»

Λίλη Λαμπρέλλη: συνέντευξη στην Τίνα Πανώριου

Με ρίζες στη Μυτιλήνη και στη Μικρασία, η Λίλη Λαμπρέλλη γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε νομικά και μουσική στην Αθήνα και στις Βρυξέλλες. Μετανάστρια κατ’ εξακολούθηση, εργάστηκε ως δικηγόρος στην Αθήνα και στη συνέχεια ως μεταφράστρια στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο Λουξεμβούργο και στις Βρυξέλλες. Μέχρι σήμερα, έχουν εκδοθεί δεκαεφτά βιβλία της. Από το 1998 ασχολείται με την αφήγηση λαϊκών παραμυθιών προφορικής παράδοσης.

Είστε μια πολύ αγαπημένη παραμυθού. Πώς μπήκατε σε αυτή τη μαγική ιστορία;

Μπήκα στα παραμύθια από συγκυρία. Μια σειρά συμπτώσεων με έφερε σε ένα σεμινάριο αφήγησης παραμυθιών που εγώ νόμιζα πως είχε να κάνει με τον γραπτό λόγο, τη «μικρή» λογοτεχνία για παιδιά. Όμως, ήταν για μένα η πύλη για κάτι εντελώς αλλιώτικο: την προφορική λογοτεχνία – το λαϊκό παραμύθι και την αφήγησή του.

Γνωρίσατε πολλούς παραμυθάδες στην πορεία σας. Ποιος σας εντυπωσίασε περισσότερο;

Με εντυπωσίασαν πολλοί, όχι πάντα θετικά, ιδίως όσοι χρησιμοποιούσαν τεχνικές από άλλους χώρους: θέατρο, μουσική, χορό, τη διάδραση του κλόουν… Με συγκίνησαν λίγοι: όσοι υπηρετούσαν ταπεινά και με πάθος τα παραμύθια και την αφήγησή τους και όχι μια θέση σε μια φωτισμένη σκηνή. Εκείνος που αγάπησα βαθιά και που τον αναφέρω πάντα είναι ο μεγάλος Γάλλος αφηγητής παραμυθιών και συγγραφέας Henri Gougaud που, από τη συγκυρία που ανάφερα παραπάνω, είχα την τύχη να είναι ο δάσκαλός μου. Δεν μου δίδαξε καμιά τεχνική – δεν είναι πουλητής τεχνικών. Αντίθετα, στο εργαστήρι του σε βοηθάει να βγάλεις τις μάσκες είτε της θεατρικής ή άλλης τεχνικής είτε της καθημερινής κοινωνικότητας (της τυπικής ευπρέπειας, της ψεύτικης μετριοφροσύνης, της τεχνητής αυτοπεποίθησης, της καλυμμένης φιλαρέσκειας…) για να μπορέσεις, γυμνός από στολίδια και άοπλος –χωρίς καμιά πρόθεση να κατακτήσεις τον άλλο– να υπηρετήσεις αυτόν τον αρχέγονο ποιητικό λόγο.

Το αγαπημένο σας παραμύθι ποιο ήταν όταν ήσασταν μικρή;

«Η καρδιά της μάνας», από τις Χίλιες και μια νύχτες. Ξέρετε, εκείνο που τελειώνει με την καρδιά της μάνας πάνω στο χώμα να μιλάει και να λέει στον γιο της: «Χτύπησες, παιδί μου;» Ο λόγος είναι ότι ήταν το μόνο παραμύθι που ήξερε κι έλεγε η μάνα μου στην αδερφή μου και σε μένα για να είμαστε φρόνιμες – κι εμείς κλαίγαμε με μαύρο δάκρυ. Εννοείται ότι δεν το είπα ποτέ στην κόρη μου. Το σίγουρο είναι ότι πιο πολύ διάβαζα, παρά άκουγα παραμύθια. Από αυτά που διάβαζα, μου άρεσε η Σταχτοπούτα – που όμως αγάπησα αληθινά πολύ αργότερα, όταν ανακάλυψα τις ελληνικές, μη λογοκριμένες, παραλλαγές της.

«Τα λαϊκά παραμύθια», λέτε, «είναι πλάσματα ζωντανά, το πιστεύετε δεν το πιστεύετε. Αν δεχτούμε να μπούνε στη ζωή μας, η σχέση μας μαζί τους είναι τόσο ζωντανή, όσο και η σχέση μας με τους ανθρώπους». Και αναρωτιέμαι: Εσείς, με τόσο περίσσευμα ευαισθησίας, πώς αντέχετε στους άγριους καιρούς που ζούμε;

Όλοι οι άνθρωποι έχουν περίσσευμα ευαισθησίας. Το χάνουν όταν έχουν ανταγωνιστική διάθεση. Είναι αδιανόητο για έναν παραμυθά να έχει ανταγωνιστική πρόθεση. Ξέρει καλά ότι πάντα υπάρχει κάποιος που είπε ή θα πει καλύτερα απ’ αυτόν ένα παραμύθι και κάποιος που το είπε ή θα το πει χειρότερα. Η σύγκριση δεν έχει νόημα. Έχει όμως αποτέλεσμα γιατί μας κάνει πιο «κλειστούς», θα έλεγα τυφλούς στα μικρά καθημερινά θαύματα που συμβαίνουν γύρω μας, ακόμα και στους πιο άγριους καιρούς.

Γράφετε παραμύθια, όμως προέρχεστε από άλλο χώρο, πιο «σοβαρό», πιο «συγκροτημένο». Σπουδάσατε νομικά, δουλέψατε ως μεταφράστρια σε διεθνή οργανισμό… Πώς συνδυάζονται αυτές οι ιδιότητες;

Κέρδισα τη ζωή μου χωρίς τη βοήθεια κανενός – αποκλειστικά χάρη στις σπουδές μου, και ιδίως χάρη στα νομικά. Ήμουν τυχερή πρώτα πρώτα που είχα δουλειά (πράγμα που δεν είναι αυτονόητο στις μέρες μας) και μάλιστα τη συγκεκριμένη επαγγελματική πορεία, γιατί αν αυτή τη στιγμή (και μάλιστα σ’ αυτή την ηλικία) προσπαθούσα να ζήσω μόνον από τη συγγραφή ή από την αφήγηση παραμυθιών, ίσως θα είχα πικρίες ή θα έπρεπε να κάνω εκχωρήσεις και συμβιβασμούς για να επιβιώσω. Ίσως και όχι – δεν θα το μάθουμε ποτέ… Όσο για το πώς συνδυάζεται η δικηγορία με τα παραμύθια, θα έλεγα ότι έχουν το ίδιο βασικό χαρακτηριστικό: και στα δυο, αυτό που κυριαρχεί είναι μια αίσθηση δικαιοσύνης. Σχετικά με τον συνδυασμό της μετάφρασης, που ήταν η βασική μου επαγγελματική δραστηριότητα με τα παραμύθια, θα έλεγα ότι η σχέση τους είναι στενή γιατί και τα δύο αφορούν τη μετάβαση από έναν κόσμο σ’ έναν άλλο. Η μετάφραση αφορά τη μετάβαση από ένα γλωσσικό σύστημα σ’ ένα άλλο, ενώ τα παραμύθια και η αφήγησή τους τη μετάβαση από το άχρονο «Μια φορά κι έναν καιρό» στο εδώ και τώρα, από το φανταστικό και την ουτοπία στο πραγματικό, από τον συμβολικό λόγο στο κρυφό νόημα. Το σημαντικότερο κοινό στοιχείο τους είναι ότι γίνονται μέσα σ’ έναν ήσυχο χρόνο. Χωρίς ποιότητα ησυχίας δεν μπορείς ούτε να μεταφράσεις ούτε να γράψεις κάτι δικό σου και, κυρίως, ούτε να πεις παραμύθια. Μιλάω περισσότερο για ησυχία εσωτερική…

Στο βιβλίο σας Η γυναίκα με τα χέρια από φως, ήρωες –λέτε– δεν είναι ούτε ο άνδρας ούτε η γυναίκα, αλλά το ζευγάρι. Θα μας μιλήσετε λίγο γι’ αυτό;

Το μικρό αυτό βιβλιαράκι είναι μια συλλογή από επτά διαμαντάκια – έξι άγνωστα στον πολύ κόσμο λαϊκά παραμύθια και μια παράδοση. Είναι όλα ιστορίες ζευγαριών, αλλά ιδωμένα από την πλευρά της γυναίκας. Και στις επτά ιστορίες η γυναίκα οδηγεί. Ο άντρας ακολουθεί και με τον έναν ή τον άλλο τρόπο είτε γίνεται σύντροφος είτε χάνεται για πάντα. Μιλάνε για την ερωτική σχέση στην απόλυτη μορφή της και με τον παραβολικό τους λόγο δίνουν στα ζευγάρια οδηγίες συνύπαρξης, οδηγίες ζωής. Από συμβολική άποψη θα μπορούσαν να μιλάνε για τη δυσκολία της ένωσης ανάμεσα στο θηλυκό-διαισθητικό-δημιουργικό κομμάτι της ψυχής μας και στο αρσενικό-δυναμικό-εγκεφαλικό μας κομμάτι, πράγμα που αφορά και τους άντρες και τις γυναίκες – και τα δυο απαραίτητα, με ζητούμενο να συνυπάρχουν σε αρμονία. Σε κάποιο επίπεδο ερμηνείας, οι ιστορίες αυτές μας λένε να μην είμαστε ούτε οδοστρωτήρες σαν αυτούς που βλέπουμε να προχωρούν με αγκωνιές και δαγκωματιές ή εκείνους που αναλώνουν τη ζωή τους σε μια παραληρηματική, δημοσιοσχεσίτικη κοινωνικότητα, ούτε εσωστρεφείς δημιουργοί, «ποιητές» σε όποιο βαθμό μπορεί ο καθένας, που για να προστατευτούν από την αγριότητα επιλέγουν την απομόνωση. Μας λένε να προχωράμε ίσια εμπρός, με έμπνευση, τόλμη και αντοχή, αλλά πάντα προς τη μεριά που είναι το φως.

Για να πάμε στο πιο πρόσφατο βιβλίο σας, τι συμβολίζει για εσάς το κοντολαίμικο κοτσύφι;

Για μένα, το κοντολαίμικο κοτσύφι είναι ένα κομμάτι του εαυτού μας, ίσως το πιο πολύτιμο, που νιώθει εγκλωβισμένο στη φασαρία του κόσμου και, περιμένοντας να γίνει ησυχία για να πάρει δύναμη και να μπορέσει να εκκολαφθεί, παραμένει κλεισμένο στο ασφυκτικό του κέλυφος, ενώ αυτό που λαχταράει είναι να βγει από το αυγό, να μεγαλώσει, να πετάξει. Όλα ξεκινάνε από την επίγνωση ότι είναι απαραίτητη μια εσωτερική ησυχία για κάθε πετυχημένη μετάβαση σ΄ένα ανώτερο επίπεδο ενσυνείδησης. Μετά χρειάζεται επιμονή και αντοχή να διασχίσεις τον κόσμο του μπούλινγκ, να πάρεις την πληροφορία ότι ο δικός σου κόσμος βρίσκεται εκεί που πετάνε κι όχι εκεί που πληγώνουνε, και να προχωρήσεις ως τη σχέση –κάθε είδους ουσιαστική σχέση– που θα σε βοηθήσει να πετάξεις.

Θεωρώ πως τρεις λέξεις-κλειδιά σε αυτό είναι οι τσουκνίδες, η πασχαλίτσα και ο κάστορας. Θέλετε να μας πείτε τι αντιπροσωπεύει το καθένα για εσάς;

Οι τσουκνίδες είναι το μπούλινγκ στο σχολείο ή στη ζωή, τα παράσιτα, η δωρεάν κακία ή η δωρεάν σαχλαμάρα που πληγώνει. Η πασχαλίτσα είναι ο άγγελος-αγγελιαφόρος που σου φέρνει ένα μήνυμα ελπίδας, αρκεί να έχεις το κουράγιο να ξεκουνηθείς από την άβολη βολή σου και να μετακινηθείς προς την αληθινή ζωή. Ο κάστορας είναι η σχέση: αδελφική, φιλική, ερωτική, που σου δίνει το μέτρο γι’ αυτό που μπορείς να κάνεις και γι’ αυτό που δεν μπορείς να κάνεις – για το νόημα της ζωής: την υπέρβαση.

Είστε υποψήφια για το σημαντικό βραβείο Astrid Lindgren. Θα μας μιλήσετε λίγο γι’ αυτό;

Το όνομα του βραβείου μού ήταν γνωστό, αλλά δεν είχα ποτέ συνειδητοποιήσει ότι ήταν κάτι τόσο σημαντικό ως τη στιγμή που μου προτάθηκε και αναζήτησα πληροφορίες στο διαδίκτυο για να δω τι ακριβώς είναι. Είδα με έκπληξη πως είναι το πιο μεγάλο βραβείο για τη λογοτεχνία για παιδιά (αλλά και την αφήγηση παραμυθιών, την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, τη φιλαναγνωσία…), γι’ αυτό και το λένε μικρό Νόμπελ. Μέχρι στιγμής δεν το έχει πάρει ποτέ η Ελλάδα, παρότι την εκπροσώπησαν πολλοί και σπουδαίοι, οπότε οι πιθανότητες για μένα είναι μηδαμινές – η μόνη μου μικρή ελπίδα, η διπλή μου ιδιότητα της συγγραφέα και αφηγήτριας παραμυθιών. Όταν έμαθα για το τεράστιο χρηματικό ποσό που συνδέεται με το βραβείο, είπα πως, αν είμαι τυχερή, θα είναι τυχερή η Ελλάδα γιατί σκοπεύω να διαθέσω το σύνολο του ποσού για την ενίσχυση της φιλαναγνωσίας και της αφήγησης εκεί που υπάρχει πραγματική ανάγκη – όπως, για παράδειγμα, για μικρές βιβλιοθήκες σε σχολεία νησιών της άγονης γραμμής. Είναι ένα δονκιχωτικό όνειρο, αλλά αυτούς τους δύσκολους καιρούς, ας κρατήσουμε ζωντανό τουλάχιστον το δικαίωμα να ονειρευόμαστε…