Κι αν ο παραμυθάς είναι ο “Τίποτα”;

Με βάση το παραμύθι (που ακολουθεί), ο  “Τίποτα” βρίσκεται πιο πάνω από τον Θεό, πράγμα που σημαίνει ΜΟΝΟ ότι βρίσκεται έξω από συστήματα ταξινόμησης. Οι περισσότεροι άνθρωποι (όλοι;) πέφτουμε στην παγίδα της κατηγοριοποίησης, με λιγότερο ή περισσότερο “αντικειμενικά” κριτήρια. Η εμφάνιση, η εκπαίδευση, η αγωγή, η ευφυία, ο ψυχικός ή ο υλικός πλούτος μάς κάνουν να κατατάσσουμε τους ανθρώπους και κυρίως να συγκρινόμαστε μαζί τους, πράγμα που οδηγεί στο να τους θαυμάζουμε ή ζηλεύουμε, η περιφρονούμε ή…

Το συγκεκριμένο παραμύθι μάς λέει να μην κατηγοριοποιούμε. Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι το σύνολο της προσωπικότητάς μας είναι ένα σύνολο προσώπων (σα να ήταν μια μικρή πολιτεία), με τον δάσκαλο, τον ιερέα, τον δικαστή, τον δήμιο, τον “χαμηλών τόνων” άνθρωπο όπου κερδίζουμε ρούμπους, τον επαρμένο όπου δεν μπορούμε να συγκρατηθούμε και ξεφεύγουμε από την ευπρέπεια του “χαμηλών τόνων” και άλλους πολλούς. Αν σταθούμε στον επαρμένο, είναι κάποιος μέσα μας που όταν παίρνει τον λόγο λέει “ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;”, συνήθως με κομψότερους τρόπους. Αυτός, κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί να πει ένα μαγικό παραμύθι, για τον πολύ απλό λόγο ότι δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον ήρωα, αφού δεν υπάρχει επαρμένος ήρωας στα παραμύθια. Ο ήρωας του παραμυθιού ούτε κρίνει ούτε συγκρίνει ούτε κατακρίνει -μονάχα ακολουθεί με γενναιότητα και γενναιοδωρία τη ροή της Ζωής. Όμως, υπάρχει πάντα μέσα στην πολιτεία μας και κάποιος που μοιάζει με τον ήρωα στο ότι ΔΕΝ κρίνει: Είναι ο “Τίποτα”  -κάποιος αληθινά ελεύθερος, χωρίς κανένα φόβο και καμιά περηφάνεια, πολύ μακριά από την ανασφάλεια του επαρμένου, απόλυτα ασφαλής, αφού ποτέ δεν νιώθει ούτε ανώτερος ούτε κατώτερος από τον διπλανό του.

Ο “Τίποτα” αναδύεται από μέσα μας κάποιες στιγμές επίγνωσης ότι πράγματα για τα οποία παλαίψαμε με νύχια και με δόντια ή τα χτίσαμε λιθαράκι λιθαράκι είχαν μικρότερη αξία από όση νομίζαμε -ή καμιά αξία. Ο “Τίποτα” που βρίσκεται στον αντίποδα του “ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;” δεν είναι επιφανειακά μετριόφρων, δεν είναι καν μετριόφρων, δεν έχει καμιά απαίτηση αναγνώρισης ή υποστήριξης ή συνδρομής οποιασδήποτε μορφής. Στη μικρή μας πολιτεία που είναι γεμάτη πρόσωπα που στριμώχνονται για να πάρουν τον λόγο κάθε φορά που ανοίγουμε το στόμα για να πούμε “εγώ νομίζω ότι”, είναι ο μόνος που έχει την ικανότητα να διακρίνει το θαυμαστό παντού, ανεξάρτητα από τις συνθήκες. Είναι ένας σοφός χωρίς καμιά γνώση. Έχει μονάχα επίγνωση του πόσο μικροί είμαστε -μικροί κι ασήμαντοι, ένα τίποτα μέσα στην απεραντοσύνη του κόσμου. Είναι ο μόνος που αξίζει να παίρνει τον λόγο κάθε φορά που είμαστε έτοιμοι να κρίνουμε.

Εκείνος μέσα μας που μας λέει πως είμαστε ένα τίποτα, δεν είναι τιποτένιος. Κατοικεί στον κέντρο της ύπαρξής μας -έναν χώρο έξω από τη φασαρία του κόσμου, γεμάτο τρυφερό φως. Ίσως είναι ένα χνάρι στον άνθρωπο από την πνοή του Θεού.

Όσοι λέμε παραμύθια, το ξέρουμε καλά: Όλες μας οι μάσκες καταρρέουν μπροστά στη δύναμη της αφήγησης. Δεν μπορεί να αφηγηθεί από την πολιτεία μας ούτε ο ξυπασμένος εαυτός μας, ούτε ο κοινωνικά ευπρεπής, ούτε ο παπάς, ούτε ο δάσκαλος, ούτε ο δικαστής. Μονάχα ο “Τίποτα”. Όσοι λέμε παραμύθια, ας το θυμόμαστε: Αυτός αφηγείται.

 

 

 

Ο ΤΙΠΟΤΑ       –       ‘Ενα παραμύθι για ξενόφοβους, εξουσιαστές και άλλους τρομαγμένους

(Ελεύθερη διασκευή Λ. Λαμπρέλλη, με βάση το παραμύθι “Rien” από τη συλλογή του Henri Gougaud “Le livre des chemins”, εκδόσεις Albin Michel)

 

Ήταν μια φορά ένας ζητιάνος που, αναζητώντας ένα μέρος για να κοιμηθεί, είχε λουφάξει σε μια κόχη, έξω από τα τείχη μιας πολιτείας της Ανατολής. Με το που χάραξε η μέρα κι οι σκιές άρχισαν να χάνονται, τον είδε ένας φρουρός, ήρθε από πάνω του και τον τάραξε στις κλωτσιές.

-Σήκω, βρομιάρη, τσακίσου από δω, πάρε δρόμο γιατί όπου νά ‘ναι θα περάσει ο πολυχρονεμένος μας χαλίφης.

Ο ζητιάνος σηκώθηκε, όρθωσε το κορμί του και με μεγάλη ηρεμία, κοιτώντας κατάματα τον φρουρό, του είπε:

-Με ποιο δικαίωμα με προσβάλλεις; Με γνωρίζεις; Είσαι σίγουρος πως αξίζω βία και περιφρόνηση; Είσαι σίγουρος πως εσύ αξίζεις περισσότερο από μένα; Σεβάσου αυτόν που δεν γνωρίζεις!

Τά ‘χασε ο φρουρός. Αμέσως σκέφτηκε πως ο ζητιάνος ίσως ήταν κάποιος αξιωματούχος της φρουράς που κρύφτηκε στα τείχη μεταμφιεσμένος -πράγμα που συνηθιζότανε εκείνον τον καιρό- για να ελέγχει έτσι καλύτερα την ασφάλεια της πολιτείας και τον ρώτησε με δυσπιστία:

-Είσαι ο επικεφαλής της φρουράς;

Κι ο ζητιάνος απάντησε περήφανα, δείχνοντας τον ουρανό:

-Πιο πάνω. Σεβάσου, αν δεν γνωρίζεις.

Τότε, ο φρουρός:

-Είσαι… ο βεζίρης;

Κι ο ζητιάνος:

-Σεβάσου τον ξένο, φρουρέ! Πιο πάνω.

-Μα πιο πάνω από τον βεζίρη είναι ο χαλίφης. Μη μου πεις πως είσαι ο χαλίφης;

-Πιο πάνω. Σεβάσου!

-Μα πιο πάνω είναι ο σουλτάνος, είπε ο φρουρός κι έπεσε στα γόνατα.

-Πιο πάνω.

-Πιο πάνω είναι μονάχα ο Θεός, ψιθύρισε ο φρουρός κι έπεσε μπρούμυτα μπροστά στα σκονισμένα παπούτσια του ζητιάνου.

Κι αυτός:

-Πιο πάνω…

Ο φρουρός σήκωσε το κεφάλι από το χώμα και κοίταξε ξαφνιασμένος τον άγνωστο:

-Μα πιο πάνω δεν υπάρχει τ ί π ο τ α!

Τότε ο ζητιάνος βόηθησε τον φρουρό να σηκωθεί, τον κράτησε απ’ τους ώμους και του είπε:

-Αυτό είναι ο ξένος: Τίποτα. Μπορεί ζητιάνος, μπορεί σουλτάνος. Μην καθρεφτίζεις τους φόβους σου σ΄αυτόν. Όσο δεν τον γνωρίζεις, να θυμάσαι πως είναι ο Τίποτα -και ο Τίποτα δεν είναι τιποτένιος.