Συνέντευξή προς την Τασούλα Τσιλιμένη

Απαντήσεις της Λίλης Λαμπρέλλη σε ερωτηματολόγιο της Τασούλας Τσιλιμένη, επίκουρης καθηγήτριας  του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ

ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ

  1. Τι σας οδήγησε στην ενασχόλησή σας με την αφήγηση;

Η συγκυρία. Είχα την τύχη να παρακολουθήσω τον Μάρτιο του 1998 ένα σεμινάριο  αφήγησης του Ανρύ Γκουγκώ. Αυτό άλλαξε τη ζωή μου. Βούτηξα στα βαθιά του ωκεανού των παραμυθιών και ακόμα δεν έχω ανέβει για να πάρω ανάσα.

  1. Ποιο είναι  το νόημα για σας να λέτε ιστορίες;

Η αγωγή της ψυχής. Της δικιάς μου και αν η ώρα είναι καλή, κάποιων από αυτούς που ακούνε το παραμύθι.

  1. Με ποια κριτήρια  επιλέγετε τις ιστορίες που αφηγείσθε;

Δεν επιλέγω τα παραμύθια. Αυτά με επιλέγουν. Στην ουσία είναι κομμάτια της προσωπικής μου ιστορίας. Όχι της βιογραφίας μου, αλλά της «αληθινής» μου ιστορίας.

  1. Πόσο πιστά ακολουθείτε τις πηγές των ιστοριών; Παρεμβαίνετε σε αυτές ώστε να τις διαμορφώσετε;

Όταν η παραλλαγή είναι εξαιρετική, όπως ο «Καημός» (με δύο όλες κι όλες ελληνικές παραλλαγές στον τύπο 710), ακολουθώ το καταγραμμένο κείμενο όσο πιο πιστά γίνεται, αλλά το λέω με «δικά μου λόγια». Όταν το καταγραμμένο κείμενο είναι μια κακομεταφρασμένη περίληψη που βρήκα σε εθνολογικό υλικό σε βιβλιοθήκη (όπως στην περίπτωση παραμυθιών των Πυγμαίων του νοτιοανατολικού Καμερούν), τότε δημιουργώ μια δική μου παραλλαγή, διατηρώντας όσο το δυνατόν περισσότερο, τη δομή και την ουσία της ιστορίας.

  1. Πώς επηρεάζει ο γραπτός λόγος της πηγής απ΄την οποία αντλείτε την ιστορία, την προφορικότητά σας;

Αν η πηγή είναι καλή, το καταγραμμένο κείμενο είναι «προφορικό». Το πρόβλημα είναι πώς θα μεταφέρω την παλιότερη προφορικότητα (που συχνά έχει παραλήψεις, πλεονασμούς, ασυνταξίες, αλλά και εκθαμβωτική γλωσσοπλασία) στη δική μου προφορικότητα, χωρίς να προδώσω το παραμύθι.

  1. Έχετε μαθητεύσει/παρακολουθήσει εργαστήρια αφήγησης η είστε αυτοδίδακτος/η;

Έχω παρακολουθήσει δεκάδες σεμινάρια και εργαστήρια (όχι όλα ενδιαφέροντα), αλλά αυτά που με σημάδεψαν είναι των Γάλλων Ανρύ Γκουγκώ και Μισέλ Ίντενοκ, του Βέλγου, μαροκινής  καταγωγής Αμαντί, του Κογκολέζου Μωρίς Μποϋκασέ, και σε πανεπιστημιακό επίπεδο, της Νικόλ Μπελμόν. Όλοι οι δάσκαλοί μου (εκτός από τη Νικόλ Μπελμόν) ήταν αυτοδίδακτοι.

  1. Προσφέρετε εργαστήρια για νέους αφηγητές;

Τολμώ να το κάνω, επειδή αισθάνομαι την (επείγουσα) ανάγκη να παραδώσω ό,τι πολύτιμο παρέλαβα.

  1. Ποιας ειδικότητας, ηλικίας και φύλου  είναι συνήθως οι συμμετέχοντες;

Ενήλικες κάθε ηλικίας (από 18 χρονών έως πάνω από 70). Συνήθως γυναίκες, όλων των ειδικοτήτων, αλλά στην πλειοψηφία τους εκπαιδευτικοί.

  1. Διαθέτοντας πείρα  ετών γύρω από την αφήγηση, είστε ευχαριστημένη από την πορεία και εξέλιξή της;

Πιστεύω πως αν υπάρχει μία εποχή παραμυθιών, είναι αυτή που ζούμε τώρα. Πώς να μην είμαι ευχαριστημένη; Από την άλλη πλευρά, ασχολούνται βιοποριστικά με την αφήγηση και κάποιοι που δε νοιάζονται καθόλου το παραμύθι. Αυτό συμβαίνει παντού και είναι αναμενόμενο, τη στιγμή που δεν υπάρχουν πια οι συντεχνίες που δημιουργούσαν (και επέβαλαν) δεοντολογία. Πάντως, είμαι σίγουρη ότι το παραμύθι δεν έχει να φοβάται τίποτα -είναι πιο δυνατό από τις κάθε είδους χειραγωγίες.

ΓΕΝΙΚΕΣ

  1. Στην Ελλάδα, όπου η αναβίωση της αφήγησης  είναι πολύ πρόσφατη, έχουν υιοθετηθεί οι όροι νεο –αφηγητής, σύγχρονος αφηγητής ή επαγγελματίας παραμυθάς. Γύρω από αυτό έχει αναπτυχθεί ένας προβληματισμός για την ορθότητα των όρων. Ποια η γνώμη σας;

Πρώτα-πρώτα, δεν τίθεται θέμα αναβίωσης, αν δούμε την αφήγηση σε βάθος χρόνου. Εγώ θα έλεγα ότι υπάρχει μια φοβερή ανάπτυξη της αφήγησης, που ποτέ δεν πέθανε –άλλαξαν μόνο οι συνθήκες αφήγησης γιατί άλλαξαν οι συνθήκες ζωής και κυρίως παιδείας.  Όσο για τους όρους, για μένα, αφηγητής είναι μια χαρά, παραμυθάς το ίδιο. Ο αφηγητής πάντα ήταν ένας από την αφηγηματική κοινότητα. Επειδή είναι εγγράμματος θα πρέπει να τον πούμε νεο-αφηγητή; Είναι εγγράμματος γιατί είναι όλοι εγγράμματοι. Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν δύσκολο να μην είναι.

  1. Ποιες ανάγκες του  σύγχρονου ανθρώπου καλύπτει ο σημερινός αφηγητής;

Αυτές που κάλυπτε πάντα. Κουβαλάει ένα λόγο παραμυθίας και συγχρόνως, ιδίως μέσα από τα μαγικά παραμύθια, συντροφεύει τις ατομικές πορείες προς την ουσιαστική ενηλικίωση.

  1. Τι αποζητούν κατά τη γνώμη σας οι ενήλικες θεατές/ακροατές;

Το βάλσαμο αυτής της αρχέγονης ποίησης που μέσα από μια εξωπραγματική ιστορία, μιλάει για την ανθρώπινη ψυχή.

  1. Πιστεύετε ότι η ιστόρηση μπορεί να γίνει ένα κοινωνικό φαινόμενο  όπως ήταν στις παλαιότερες εποχές;

Απάντησα ήδη. Είναι κοινωνικό φαινόμενο και μάλιστα έχει πάρει έκταση πολύ μεγαλύτερη από τις εποχές των εκάστοτε καταγραφών.

  1. Μπορεί το σημερινό κοινό να λειτουργήσει όπως εκείνο της παραδοσιακής προφορικής αφήγησης; Δηλαδή να περνά η ιστορία από στόμα σε στόμα;

Σίγουρα ναι. Ένα μέρος από το ρεπερτόριό μου είναι παραμύθια που δεν είδα ποτέ γραμμένα –τα άκουσα μονάχα από άλλους αφηγητές.

  1. Ποιες ιστορίες έχει  ανάγκη περισσότερο ο σημερινός ακροατής; Ιστορίες από την αρχαιότητα, την μυθολογία, τη λαϊκή παράδοση, αφηγήσεις ιστορικής μνήμης;

Για μένα δεν υπάρχει τίποτα πιο δυνατό από το λαϊκό παραμύθι. Γιαυτό και είναι το πιο οικουμενικό είδος και σε κάθε περίπτωση, το πιο διαχρονικό.

  1. Η αφήγηση λειτουργεί καλύτερα σε ένα αστικό περιβάλλον ή σε μια μικρότερη κοινωνία;

Λειτουργεί παντού, αρκεί να υπάρχουν συναινούντες δέκτες. Ας μην ξεχνάμε βέβαια και τον άγγελο ή το στοιχειό της ποιότητας της στιγμής. Αυτό που κάνει να ακούσει ο κατάλληλος άνθρωπος την κατάλληλη ιστορία, την κατάλληλη στιγμή.

  1. Βρίσκετε διαφορές μεταξύ άνδρα αφηγητή και γυναίκας αφηγήτριας;

Μόνο στο ρεπερτόριο. Υπάρχει η τάση οι γυναίκες να αφηγούνται παραμύθια με γυναίκες ηρωίδες και οι άνδρες με άνδρες. Κανόνας με πάμπολλες εξαιρέσεις –ευτυχώς.

  1. Ποιοι οι στόχοι και το μέλλον των Ινστιτούτων ή Κέντρων της αφήγησης;

Οι στόχοι ποικίλοι. Από άνευ όρων αγάπη για τον ταπεινό, πανάρχαιο, συμβολικό λόγο του παραμυθιού, έως καθαρή φιλοδοξία ή ανάγκη βιοπορισμού σε έναν ανερχόμενο χώρο. Πιστεύω ότι το μέλλον τους συνδέεται με την ποιότητα των στόχων.

  1. Θεωρείτε ότι μπορεί κάθε άνθρωπος  να αφηγηθεί ανεξάρτητα από κάποιο ταλέντο ή εκπαίδευση και εξάσκηση;

Χωρίς καμιά επιφύλαξη, ναι. Όμως, όχι όλες τις στιγμές, όχι όλα τα παραμύθια -κι αυτό σηκώνει μια μεγάλη συζήτηση.

  1. Αν ήταν να διαρθρώσετε τον δεκάλογο του καλού αφηγητή, ποια σημεία θεωρείτε τα πιο σημαντικά;

Το πρώτο: είναι αληθινός. Δεν παριστάνει τον αφηγητή –είναι ο αφηγητής. Είναι ο εαυτός του σε μια ξεχωριστή στιγμή. Τη στιγμή της αποκάλυψης μιας κρυμμένης αλήθειας.

Το δεύτερο: λέει την αλήθεια, με την έννοια ότι πιστεύει στη βαθύτερη αλήθεια της εξωπραγματικής ιστορίας που αφηγείται.

Το τρίτο: είναι «χωρίς δέρμα» -ευαίσθητος, αλλά όχι ευάλωτος, πομπός και δέκτης -στον αντίποδα του παχύδερμου.

Το τέταρτο: είναι σύγχρονος με όσους τον ακούνε.

Το πέμπτο: είναι ενήλικος. Δεν ντρέπεται ούτε είναι ξεδιάντροπος. Δεν παιδιαρίζει ούτε ζητάει συγνώμη (με τον τρόπο του) που βρίσκεται στο κέντρο του λόγου. Μιλάει από τη θέση του πατέρα ή της μάνας.

Το έκτο: δεν είναι ούτε δημαγωγός ούτε σοβαροφανής, με την έννοια ότι τη στιγμή της αφήγησης ούτε κάνει τούμπες, ούτε είναι «καθώς πρέπει» -πώς άραγε να πρέπει;.

Το έβδομο: έχει επίγνωση της μουσικότητας της αφήγησης.

Το όγδοο: έχει επίγνωση πως είναι ο ταπεινός πρόγονος του ηθοποιού. Ταπεινός, αλλά πρόγονος. Ο ηθοποιός παίρνει δάνεια από τον παραμυθά και όχι το αντίστροφο.

Το ένατο: Δεν έχει «ορατή» τεχνική. Η βασική του τεχνική είναι η «παρουσία» του που στηρίζεται στη ζωντανή του σχέση με το παραμύθι και τους ακροατές.

Το δέκατο: Είναι ανοιχτός στη ζωή. Είτε αφηγείται σε παιδιά είτε σε μεγάλους, όντας ενήλικος, είναι με την πλευρά των παιδιών, δηλαδή κοντά στη ρίζα, με την πλευρά του παιχνιδιού των αθώων. Ανάμεσα στη ζωή και τον κόσμο διαλέγει τη ζωή, γιατί τα παραμύθια μιλάνε για τη ζωή κι όχι για τον κόσμο.

  1. Πώς σχολιάζετε τον εναγκαλισμό της αφήγησης από κλάδους όπως αυτός της παιδαγωγικής, της ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας κ.α.

Η αφήγηση παραμυθιών αγκαλιάζει τα πάντα –είναι λογικό να την αγκαλιάζουν τα πάντα.

13. Ποια χώρα θεωρείτε ότι προηγείται στον τομέα της αφήγησης και που οφείλεται αυτό;

Δεν γνωρίζω το γίγνεσθαι παρά μόνο στην Ελλάδα, στο Βέλγιο και στη Γαλλία. Η Ελλάδα ακολουθεί τις χώρες αυτές από μεγάλη απόσταση. Ίσως ένας από τους λόγους να είναι ότι ως Έλληνες έχουμε μεγαλύτερη εξοικείωση από τους γαλλόφωνους με το θέατρο –δηλαδή με τον δοξασμένο απόγονο της αφήγησης, και θεωρούμε τον ταπεινό πρόγονο είδος περιθωριακό -μια εκκεντρική πρωτοπορεία.

  1. Μέσα από  την εμπειρία σας, τι θα είχατε να συμβουλεύσετε τους έλληνες παραμυθάδες, και όσους στην ελλάδα αναλαμβάνουν ρόλους δασκάλου της τέχνης της αφήγησης, ώστε να  παρακαμφθούν εμπόδια και δυσκολίες που εσείς αντιμετωπίσατε και τα οποία έβλαψαν την αφήγηση.

Θα απαντήσω με μια φράση του δασκάλου μου, Ανρύ Γκουγκώ:

«Όποιος διδάσκει παραμυθάδες πρέπει να θυμάται ότι η δουλειά του είναι να βοηθήσει όσους θέλουν να αφηγηθούν να δημιουργήσουν το δικό τους κόσμο, όχι να τους παγιδεύσει στο δικό του.»