Ελευθεροτυπία 20/11/2010 Κριτική Σταυρούλας Γ. Τσούπρου Τα αθέατα ζώα και ερπετά “μιλούν” για τη συμμετοχή τους στα παραμύθια

Λίλη Λαμπρέλλη
Λόγος εύθραυστος κι αθάνατος – Προσέγγιση στην τέχνη της αφήγησης και στην αθέατη πλευρά των μαγικών παραμυθιών
εκδόσεις Πατάκη, ο. 205, € 12,02

«Αραγε το παραμύθι είναι ένας μύθος που ξέπεσε τόσο ώστε να κρύβεται κάτω από τα κρεβάτια των παιδιών η μήπως είναι η μόνη μορφή του μύθου που μπορούμε σήμερα v’ αντέξουμε;»

Δεν θα έκανε λάθος να έλεγε κανείς ότι αυτό το «θεωρητικό» βιβλίο της Λίλης Λαμπρέλλη βρίσκει την, κατά μία έννοια, πρακτική εφαρμογή του στο παραμύθι της “To κρυμμένο νερό” (Πατάκης, 2010), ένα παραμύθι γνήσιο, μαγικό ως προς την υπερφυσική αύρα του, αλλά και ως προς το βασικό σχήμα του, πικρό αλλά και παρήγορο ως προς το νόημά του, βαθύ ως προς την απήχηση του, ποιητικό ως προς το ύφος του, διαχρονικό ως προς την αξία του. Είναι πράγματι σαν να ακούμε εδώ τη ζεστή φωνή της αφηγήτριας – παραμυθούς (διότι αυτή είναι η ιδιότητα της Λίλης Λαμπρέλλη στην αληθινή ζωή – στην άλλη εργάζεται ως μεταφράστρια στην Ευρωπαϊκή Ενωση) να μας μιλά και να μας βυθίζει ο’ εκείνον τον παλιό καιρό, τότε που στον πλανήτη του νερού έπεσε μεγάλη ξηρασία, τότε που χρειάστηκε να φιλιώσουν ένα παιδί κι ένα φίδι, να ακούσουν την ιστορία μιας κουκουβάγιας και να μερώσουν, μετά, τις νεράιδες, για να ξεχάσει τον φόβο και τον θυμό του το νερό και να ξαναευλογήσει τους ανθρώπους. Αρμονικά ταιριασμένη με το παραμύθι είναι και η εικονογράφησή του από την ταλαντούχα και πολυβραβευμένη Φωτεινή Στεφανίδη, που μας χαρίζει ζωγραφιές άλλοτε φτιαγμένες σαν πάνω σε βράχους προϊστορικούς, άλλοτε ενυδατωμένες σαν από φρέσκια μπογιά, αλλά πάντοτε σαν αντλημένες από τα βάθη της ψυχής μας. Δεν είναι τυχαίο, βέβαια, που αυτό το παραμύθι είναι δημιουργημένο με τον συγκεκριμένο τρόπο και έχει την ανάλογη απήχηση, καθώς η συγγραφέας αυτές ακριβώς τις απόψεις της καταθέτει στο Λόγος εύθραυστος κι αθάνατος – Προσέγγιση στην τέχνη της αφήγησης και στην αθέατη πλευρά των μαγικών παραμυθιών, σε συνδυασμό με όσα διδάχτηκε, κατ’ αρχάς, από την ανθρωπολόγο Nicole Belmont και ύστερα, μεταξύ άλλων Ευρωπαίων, Αφρικανών και Αράβων παραμυθάδων, από τον σπουδαίο γάλλο αφηγητή, ερευνητή και δάσκαλο Henri Cougaud, στου οποίου την ομάδα ανήκει. Η επιλογή της Λαμπρέλλη να εντάξει στο δικό της παραμύθι ένα φίδι ως καταλύτη, θεωρώ πως, σίγουρα, σχετίζεται με το γεγονός ότι το φίδι «αποτελεί το πιο φορτισμένο ζωικό σύμβολο σε όλες τις μυθολογίες», όπως η ίδια σημειώνει στο τέταρτο μέρος του «θεωρητικού» βιβλίου της, όπου επιχειρεί την συμβολική προσέγγιση του μαγικού παραμυθιού «Ο Καημός». To φίδι, συμπληρώνει εκεί, είναι «σύμβολο σεξουαλικότητας, γονιμότητας, δημιουργίας, θανάτου, αναγέννησης, αθανασίας – δηλαδή όλων όοα έχουν να κάνουν με το σκοτεινό (μη συνειδητό) κομμάτι της ψυχής». Από την άλλη, ο τρόπος που προσεγγίζει η παραμυθού Λίλη Λαμπρέλλη τον «Καημό» μέσα από τις πέντε αισθήσεις («επισκεπτόμαστε το παραμύθι με τις πέντε αισθήσεις μας και το ρωτάμε για χρώματα, ακούσματα, γεύσεις, μυρωδιές, αγγίγματα που υπάρχουν στη ζωή του») εξηγεί πολλά για τη δική μας ανταπόκριση στο Κρυμμένο νερό (να πούμε εδώ ότι, πέρα από το ευαίσθητο, οικολογικό μήνυμά του, το «νερό» της ιστορίας μπορεί να συμβολίζει γενικότερα «την πηγή της ζωής και της γνώσης, την κάθαρση, την αναζωογόνηση, τη μήτρα, τη γονιμότητα, τη δημιουργία», ενώ ο ήρωάς της μπορεί να βρίσκεται σε μια πορεία αυτογνωσίας, πέρα από την ελπίδα που συνιστά, ως παιδί, για την ανθρωπότητα). Ιδιαίτερα σημαντική στο «θεωρητικό» βιβλίο είναι η προαναφερθείσα αφηγηματική προσέγγιση του «Καημού», όπου η συγγραφέας μάς περιγράφει ακριβώς τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ως «παραμυθού», μεταφέροντας στο χαρτί τα μυστικά της «ενσώματης» ερμηνείας την οποία απαιτεί η προφορική αφήγηση.

Στην κριτική παρουσίαση του βιβλίου “Λόγος εύθραυστος κι αθάνατος” από την Τασούλα Τσιλιμένη, επίκουρη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας (Index, τχ. 39. Απρίλιος 2010, ο. 58), διαβάζουμε ότι «η τέχνη της προφορικής αφήγησης ως μορφή παράστασης και ψυχαγωγίας, καθιερωμένη στη χώρα μας από τη δεκαετία του 1990, όλο και περισσότερο προσελκύει το ενδιαφέρον του κοινού, των εκπαιδευτικών, των ειδικών επιστημόνων που τη μελετούν, αλλά και των μελλοντικών επίδοξων αφηγητών. Αποτέλεσμα αυτής της δραστηριότητας είναι να δημοσιεύονται όλο και πιο συχνά άρθρα και να εκδίδονται ολοκληρωμένες μελέτες για την αφήγηση στη σύγχρονη εποχή. Μία από τις πρώτες συλλογικές μελέτες ήταν το βιβλίο με τα πρακτικά ημερίδας του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου με τίτλο “Η τέχνη της αφήγησης”, σε επιμέλεια Κ. Κουλουμπή-Παπαπετροπούλου. Η Κουλουμπή ήταν από τις πρώτες γενικά που έφεραν το ζήτημα της νεοαφήγησης στη χώρα μας (με τον όρο «νεοαφήγηοη», ως προς τον οποίο η ίδια η Λίλη Λαμπρέλλη είναι πολύ επιφυλακτική, εννοείται η έκρηξη που έγινε στις αρχές της δεκαετίας του ’70 με την καινούρια άνθηση του λαϊκού παραμυθιού της προφορικής παράδοσης, τόσο στον γαλλόφωνο χώρο -ως φυσική συνέπεια, κατά πολλούς, του Μάη του ’68- όσο και στον αγλλόφωνο και στη Γερμανία και στη Σκανδιναβία, για να εξαπλωθεί στην συνέχεια παντού). Ακολούθησαν άλλες εκδόσεις, κυρίως με τη μορφή πρακτικών τού εκάστοτε Φεστιβάλ Αφήγησης Ολύμπου, που καθιέρωσε από το 2003 το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, με τις εισηγήσεις πανεπιστημιακών δασκάλων (M. Μερακλή, Β.Δ. Αναγνωστόπουλου, Ε. Αυδίκου, M. Αλεξιάδη, Δ. Δαμιανού, M. Καπλάνογλου, Χρ. Χατζητάκη, Ι. Καψωμένου, κ.ά.). To 2002 από το Εργαστήριο Λόγου και Πολιτισμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας κυκλοφορεί επίσης το πρώτο βιβλίο-εισαγωγή στην τέχνη και τεχνική της αφήγησης, με επιμέλεια της T. Τσιλιμένη και τίτλο “Αφήγηση και εκπαίδευση”. Στο ίδιο πνεύμα θα εκδοθεί και το βιβλίο του Στ. Πελασγού “Τα μυστικά του παραμυθά”. To βιβλίο της Λίλης Λαμπρέλλη, “Λόγος εύθραυστος κι αθάνατος”, είναι το πρώτο βιβλίο μιας εν ενεργεία παραμυθούς που αφορά ζητήματα για την τέχνη της. Πράγματι, στην «Εισαγωγή» της η συγγραφέας εξηγεί πως «μια και για μένα το παραμύθι είναι παράδοση, θα ‘θελα να παραδώσω αυτά που παρέλαβα από τους δασκάλους μου […] ελπίζοντας κάποιοι να θελήσουν να [τα] παραλάβουν κι αφού πετάξουν ό,τι τους είναι περιττό κι ανώφελο και προσθέσουν το δικό τους λιθαράκι, να [τα] παραδώσουν με τη σειρά τους σε άλλους κι εκείνοι σε άλλους […] δεν απευθύνομαι σε θεωρητικούς του παραμυθιού αλλά σε δυνάμει παραμυθάδες. Ποιος μπορεί να αφηγηθεί; Για μένα, όλοι!». Απαντώντας στο ερώτημα του Πρώτου Μέρους του βιβλίου της, «Τι είναι παραμύθι;» (οτο ερώτημα αυτό απαντούν και όλοι οι τίτλοι διαδοχικά των επιμέρους ενοτήτων: «Λόγος προφορικός, παλιός, οικουμενικός-επαναστατικός, ονειρικός-ποιητικός, συμβολικός, μύησης, Φτου ξελευτερία», ενώ στο ερώτημα του Δεύτερου Μέρους, «Τι είναι παραμυθάς;», οι απαντήσεις, αντίστοιχα, είναι: «Είναι αληθινός, Λέει την αλήθεια, Είναι «χωρίς δέρμα», Είναι ενήλικος, Είναι σύγχρονος με το κοινό, Είναι ανοιχτός στη ζωή, Ανοίγει την πόρτα στα στοιχειά και στους αγγέλους»), με μία από τις ρήσεις, σχεδόν πάντα προφορικές, του δασκάλου της Henri Cougaud, «Λόγος εύθραυστος κι αθάνατος, φαινομενικά ανώδυνος, που όμως φέρει το νόημα της ζωής», η Λαμπρέλλη αποσαφηνίζει τον τίτλο της και αφήνεται στη μαγεία του «αντικειμένου» της – αυτήν που τόσο εύστοχα συμπυκνώνεται στο μότο του βιβλίου, υπογεγραμμένο από τον Claude Levi-Strauss: «To βασικό μου κίνητρο για να μελετήσω τους μύθους και τα παραμύθια, εκτός από τη μεγάλη μου λαχτάρα να ανακαλύψω τη λογική που μπορεί να ερμηνεύσει την ύπαρξή τους, έχει να κάνει με την αισθητική τους. Θεωρώ πως τα αφηγήματα αυτά είναι πολύ πολύ ωραία αντικείμενα που δεν παύει κανείς να θαυμάζει και να προσπαθεί να καταλάβει γιατί τα βρίσκει ωραία. ‘Εχω την ελπίδα ότι αναλύοντας αυτά τα από αισθητική άποψη θαυμαστά αντικείμενα, θα μπορούσα να συμβάλω στην κατανόηση της ομορφιάς – τι είναι αυτό που μας δίνει την εντύπωση ότι ένας πίνακας, ένα ποίημα, ένα τοπίο είναι ωραίο».