Από την άλλη μεριά του νερού – Suyun öte tarafına merhaba

Στον Eşref Karadağ

Απ’ το καλοσύνεμα του καιρού και μετά, ο Στρατής όλη τη βδομάδα περίμενε τις Κυριακές, να πάει για ψάρεμα με τον πατέρα του.

Το Σάββατο, παραμονή ψαρέματος, ήταν η μέρα που όλο το πρωινό, φορώντας τις γαλότσες του, τριγύριζε στην άδεια παραλία και μάζευε δολώματα. Έψαχνε πρώτα στα βραχάκια κι ύστερα στην υγρή άμμο. Σαν έβλεπε μικρές τρύπες, λίγο πιο μεγάλες από κεφάλια καρφίτσας, έσκαβε εκεί με τα δάχτυλα. Έβρισκε πεταλίδες, μύδια, γυαλιστερές, ακόμα και μικρά, μικρούτσικα καβούρια. Τα έβαζε σ’ έναν κουβά με θαλασσινό νερό και τα πήγαινε σπίτι. Ύστερα, με τ’ ακουστικά στ’ αφτιά, στεκόταν με τις ώρες μπροστά στον υπολογιστή που του πήρε ο πατέρας του – δώρο για τους καλούς βαθμούς που είχε στον τελευταίο έλεγχο. Όμως αυτή η καινούργια μανία του να είναι κολλημένος πάνω στην οθόνη ήτανε μόνιμη αιτία τσακωμού στο σπίτι. Μετά την γκρίνια, διάβαζε για το σχολείο κι ύστερα ριχνόταν με τα μούτρα στη λογοτεχνία. Ποίηση -αυτό τον τραβούσε πιο πολύ. Είχε κι ένα τετράδιο που το διπλοκλείδωνε σ’ ένα συρτάρι με δικούς του, ολόδικούς του στίχους. Κάποιες φορές, αν είχε κέφι, έπαιζε μόνος του κιθάρα. Σα βράδιαζε, δειπνούσε στον καναπέ, μ’ ένα δίσκο στα γόνατα, χαζεύοντας μπροστά στην τηλεόραση. Κι αμέσως μετά, χωρίς κανείς να τον πιέσει, παρότι Σαββατόβραδο, πήγαινε για ύπνο γιατί την άλλη μέρα θά ‘πρεπε να ξυπνήσει προτού να ξημερώσει, αν ήθελε να πάει στο ψάρεμα.

Εκείνη την Κυριακή, σηκώθηκε μέσα στα μαύρα σκοτάδια, χωρίς ξυπνητήρι, και ντύθηκε βιαστικά: τζην, καλοκαιρινό μπλουζάκι, μετά χοντρό βαμβακερό πουκάμισο, μετά ένα παλιό, μάλλινο πουλόβερ κι από πάνω την κίτρινή του νιτσεράδα. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη με δυσπιστία. Χτενίστηκε με τα χέρια και τράβηξε το τσουλούφι προς τα κάτω, ίσα για να του κρύβει το δεξί του μάτι. Πέρασε στους ώμους το σακίδιό του, πήρε τον κουβά με τα δολώματα και βγήκε μαζί με τον πατέρα του στην υγρασία του αχάραγου πρωινού.

Περπατούσαν αμίλητοι πλάι πλάι, τυλιγμένοι στην ψύχρα της νύχτας που έσβηνε, κι οι ανάσες τους έμοιαζαν μικρά συννεφάκια μες στο θαμπό φως. Ο Στρατής κρατούσε τα δολώματα κι ο πατέρας του τα καλάμια. Στα σακίδιά τους, αγκίστρια, ένα θερμός με ζεστή σοκολάτα, ένα με καφέ, δυο μπουκαλάκια νερό και λίγα κουλουράκια της γιαγιάς, της μάνας του πατέρα που ζούσε μαζί τους.

Φτάνοντας στην ακτή, πήδησαν με τις γαλότσες τους στην παλιά ξύλινη βαρκούλα που έτριξε από χαρά, τακτοποίησαν τα πράγματα στην πλώρη, έβαλαν μπροστά τη μικρή μηχανή κι η βάρκα έσχισε αργά τα ήρεμα, σκοτεινά νερά.

Σαν βγήκαν στ’ ανοιχτά, είδαν τον ήλιο να προβάλει από την αχνή ακτή της Μικρασίας κι έσβησαν τη μηχανή. Έριξαν στο νερό την πλωτή άγκυρα, έβαλαν τα δολώματα στ’ αγκίστρια κι ύστερα “με το ένα, με το δύο, με το τρία”, τίναξαν μαζί τα μπράτσα που κρατούσαν τα καλάμια, με τόση χάρη που οι δυο πετονιές έκαναν την ίδια καμπύλη και τα βαρίδια έπεσαν με τον ίδιο μικρό παφλασμό στο νερό. Κι ύστερα περίμεναν, κοιτώντας το βαθύ γαλάζιο τ’ ουρανού και του νερού που έκοβε στα δυο η θαμπή λωρίδα της ασιατικής γης. Ο Στρατής έβλεπε μαγνητισμένος το αβέβαιο σχήμα ν’ αποκτά σιγά σιγά περίγραμμα και χρώματα και σιωπηλή ζωή.

Εκείνη τη μέρα δεν τσιμπούσανε τα ψάρια -πολύ μικρή η ψαριά: μια πέρκα, λίγοι μικροί σκάροι και δυο μαρίδες -ούτε ένα πιάτο κακαβιά δεν θά ‘φτιαχνε η γιαγιά. Μόλις ο ήλιος πήρε για τα καλά ν’ ανεβαίνει, οι δυο ψαράδες, μουτρωμένοι, μαζέψανε τα σύνεργα κι εκεί που ετοιμαζόντουσαν να βάλουνε μπροστά τη μηχανή, ο Στρατής κάτι είδε να επιπλέει στα εκατό μέτρα προς τη μεριά της απέναντι ακτής. Είχε σηκωθεί ένα μικρό αεράκι κι είχε σπιλιάδες το νερό κι αυτό το κάτι μια φαινόταν, μια χανόταν.

-Δεν μοιάζει ψάρι, μπορεί νά ‘ναι πλαστική σακούλα, μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο πατέρας.

-Πάμε να δούμε, δεν είναι μακριά, είπε ανυπόμονα ο Στρατής. Σε παρακαλώ, θέλω να το δω, πρόσθεσε.

Βάλανε μπρος τη μηχανή και πλησίασαν αργά. Ετοίμασε ο Στρατής την απόχη και απ, τό ‘πιασε. Δεν σπαρταρούσε.

-Σκουπίδι είναι, γκρίνιαξε ο πατέρας -ένα πεταμένο μπουκάλι.

-Μα είναι καλά κλεισμένο κι έχει κάτι μέσα, φώναξε με λαχτάρα ο Στρατής.

Το πήρε στα χέρια του. Ήταν καλά σφραγισμένο με φελλό κι από πάνω λιωμένο κερί. Το σκούπισε απ’ τα νερά και τό ‘βαλε στο σακίδιό του.

Γύρισαν πίσω σιωπηλοί και με χαμηλωμένα μάτια-μοιάζανε πολύ αυτοί οι δυο. Μονόχνωτους τους έλεγε η γιαγιά. Κρυφά, σαν ήταν μοναχή της, έλεγε για τον μικρό “το καημένο τ’ ορφανό”, γιατί η μάνα του χάθηκε στη γέννα. Για τον Στρατή, οι γείτονες λέγανε πως ήτανε καλό αλλά παράξενο, μοναχικό παιδί (αχάιδευτο από μάνα, τι περιμένεις;…) κι ο φιλόλογος έλεγε πως ονειροπολούσε.

Μόλις μπήκε στο δωμάτιό του, ο Στρατής κάθισε στο μικρό, ξύλινο τραπέζι που είχε για γραφείο, έκανε χώρο με τα χέρια σπρώχνοντας στην άκρη τα σκόρπια βιβλία και τετράδια, πήρε το μπουκάλι και, προσεκτικά, έβγαλε μ’ ένα παλιό χαρτοκόπτη το κερί κι ύστερα τον φελλό. Το αναποδογύρισε και το κουνούσε, χτυπώντας το στον πάτο ώσπου έπεσε πάνω στη ροζιασμένη επιφάνεια μια σφιχτοδεμένη με σπάγγο, πλαστική σακουλίτσα. Έλυσε τον σπάγγο, άνοιξε τη σακούλα και βρήκε μέσα ένα τυλιγμένο χαρτί. Το ξεδίπλωσε και διάβασε σε δυο γλώσσες, τη μια κάτω απ’ την άλλη -ελληνικά και τουρκικά: “Με λένε Γιουνούς. Είμαι δεκατριών χρονών. Γειά, από την άλλη μεριά του νερού”. Κι από κάτω, μια ηλεκτρονική διεύθυνση.

Ο Στρατής, κάθισε αμέσως στον υπολογιστή και χτύπησε ρυθμικά, απολαμβάνοντας το κάθε γράμμα – σα νά ‘παιζε σε πλήκτρα πιάνου – τη διεύθυνση του Γιουνούς.

Η γιαγιά πρόβαλε στην πόρτα μ’ ένα πιάτο τηγανίτες, πασπαλισμένες με κανέλα και περιχυμένες ζεστό μέλι.

-Φάε κάτι, του είπε, νηστικός είσαι από το πρωί… Είχατε καλή ψαριά;…

-Ναι, γιαγιά, πολύ καλή, αποκρίθησε χαμογελώντας της πλατιά. Στ’ αλήθεια, υπέροχη ψαριά!